ΑΝΤΡΕ
Ήταν ο Αντρέ, ο μικρός Αντρέ, ο ασήμαντος Αντρέ. Ο βοηθός του Γιόχαν, του σιδερά της οδού των Ρόδων. Κανείς δεν ήξερε τίποτα πέρα από το όνομα του και αυτό γιατί ήταν μόνιμα στο στόμα του αφεντικού του.
-Αντρέ τα καρφιά! Αντρέ το σφυρί! Όχι αυτό βλάκα, το άλλο! Αντρέ την παραγγελία του Λόρδου μας και γρήγορα!
Και εκείνος να τρέχει για όλα, να λούζεται δέκα φορές τη μέρα στον ιδρώτα δίπλα στο καυτό καμίνι, να φορτώνεται πιο πολύ από τον γέρο-Τομ το μουλάρι και να τα ακούει και από πάνω.
Το αφεντικό του, ένας γεροδεμένος φαλακρός Βαυαρός, έφτασε στην πόλη στην ηλικία του και όπως του έλεγε, όταν δεν του φώναζε, κατάφερε να γίνει αυτός που έγινε. Με σκληρή δουλειά και πάντα με σκυμμένο το κεφάλι. Εδώ αν δεν είσαι κάποιος πρέπει να μην μιλάς αν δεν θες να βρεις τον μπελά σου.
«ωραία τα λόγια σου αφεντικό» του είπε ακούγοντας για ακόμα μια φορά την ίδια ιστορία «αλλά εσύ κουτσά στραβά τα κατάφερες. Έγινες γνωστός και πλέον μπορείς να λες ότι θες. Εγώ πως θα τα καταφέρω αν δεν με αφήσεις να κάνω κάτι δικό μου;»
«Ωπ, πήρες φόρα μικρέ!» Είπε το αφεντικό του και απότομα σοβάρεψε.
«Αν θες να κάνεις κάτι θα το κάνεις με το δικό μου τρόπο. Αλλιώς πάρε δρόμο!»
Δεν ξαναμίλησε από τότε. Μέσα του όμως έβραζε σαν καζάνι γεμάτο βραστό χυλό έτοιμο να εκραγεί. Δεν ήξερε πότε θα γινόταν αυτό, αλλά όταν συνέβαινε αλίμονο σε όποιον βρισκόταν στο δρόμο του.
Και το καζάνι έβραζε και ο Αντρέ σιωπούσε και τα χρόνια περνούσαν. Και ήρθε ο πόλεμος, ο Καβαλάρης που του δόθηκε η εξουσία να παίρνει αθώους και ήρεμους ανθρώπους και να τους μετατρέπει σε αιμοσταγή τέρατα. Που κάνει τα ήσυχα δρομάκια να αντιλαλούν από ιαχές και κραυγές.
Το σιδεράδικο πήρε κυριολεκτικά φωτιά. Κάθε μέρα δεκάδες όπλα και πανοπλίες έβγαιναν από τα σπλάχνα του για να υπηρετήσουν το σκοπό τους. Και όσο η πελατεία πλήθυνε η υγεία του μάστορα Γιόχαν χειροτέρευε. Ο Αντρέ τότε κατάλαβε πως αυτή ήταν η ευκαιρία του.

Μέσα σε μια νύχτα έφτιαξε ένα σπαθί που όμοιο του δεν είχε δει κανείς στην πόλη. Ξόδεψε όλα τα πολύτιμα υλικά που φύλαγε ο δάσκαλος του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Η φλόγα είχε ανάψει και το καμίνι έκαιγε γι'αυτόν εκείνο το βράδυ.
Το επόμενο πρωί παρουσιάστηκε μπροστά στον Μάγιστρο. Γονάτισε και του παρουσίασε το παιδί του. Δώρο από ένα νέο μάστορα για τον Άρχοντα του τόπου. Βγαίνοντας είχε ένα χαμόγελο στα χείλι και τον τίτλο του Σιδερά του Παλατιού. Η ευκαιρία του είχε δοθεί και την άρπαξε χωρίς να χάσει στιγμή.
Από εκείνο το πρωί εκείνος θα μιλούσε και οι άλλοι θα τρέχανε, εκείνος θα διάταζε και οι άλλοι θα εκτελούσαν. Και αν τολμούσε ο γέρο Γιόχαν να τον αποκαλέσει όπως παλιά «μικρό Αντρέ» θα τον έλιωνε μέσα στο ίδιο του το καμίνι.