
CALZOLAIO DI VENEZIA
Η ιστορία μας ξεκινάει το σωτήριο έτος 1612 στους δρόμους της Γαληνοτάτης, όπως την έλεγαν οι κάτοικοι της.
Η Βενετία ζούσε μέσα στην αίγλη και τον πλούτο της, με τους δόγηδες να απολαμβάνουν τα κέρδη και τα δουκάτα τους και ο λαός να πληρώνει τα σπασμένα. Το μεγαλύτερο όμως γεγονός που ένωνε φτωχούς και πλούσιους μια φορά κάθε χρόνο ήταν το καρναβάλι. Πίσω από τις περίτεχνες μάσκες και τα ντόμινο όλοι γινόταν ένα και μέσα στη δίνη της μασκαράτας όλα επιτρεπόταν.

Σε μια γωνιά της πλατείας του Αγίου Βενέδικτου είχε το μαγαζί του ο Λουτσιάνο. Από πατέρα τσαγκάρη και παππού τσαγκάρη δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Διόρθωνε κάθε πρόβλημα και δεν υπήρχε πελάτης που θα έφευγε απογοητευμένος από το μικρό του μαγαζί.
Ήταν χάρη στην καλή του φήμη που την γνώρισε. Όταν σταμάτησε έξω από το μαγαζί και το βλέμμα του συνάντησε τα μελιά της μάτια, τα βέλη του φτερωτού Θεού βρήκαν τον στόχο τους. Από εκείνη τη μέρα πετούσε στα ουράνια αλλά την ίδια στιγμή ένιωθε και τόσο δυστυχισμένος. Γιατί πέρα από μερικά κλεφτά βλέμματα και μερικά ραβασάκια μέσα στα επίτηδες χαλασμένα παπούτσια δεν μπορούσε να τη συναντήσει από κοντά. Και πόσο το ποθούσε. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά τις στιγμές εκείνες που τα βλέμματα τους αντάμωναν και ένα χαμόγελο φώτιζε το νεανικό της πρόσωπο.
Αλλά πως θα τολμούσε αυτός ένας φτωχός τσαγκάρης να σηκώσει το βλέμμα του στην κόρη του Τζουζέπε Φεράλντι, του γνωστότερου εμπόρου υφασμάτων της πόλης; Ήξερε πως αν τολμούσε να την πλησιάσει θα έτρωγε το κεφάλι του. Όμως ήθελε σαν τρελός να τη δει.
Αυτό το σαράκι του τον έτρωγε μέχρι εκείνο το πρωί. Το παπούτσι που ήρθε προς επιδιόρθωση έκρυβε μια έκπληξη. Διπλωμένα στον πάτο ήταν δυο χαρτιά, το ένα μέσα στο άλλο. Στο πρώτο αναγνώρισε το γραφικό της χαρακτήρα.
«Το Σάββατο στο σπίτι θα έχουμε γιορτή
θα σε περιμένω στο μικρό κήπο δίπλα στο κανάλι.
Για να με γνωρίσεις θα φοράω μια χρυσή μάσκα
για πάντα δικιά σου, Τζουλιάνα»
Η χαρά του δεν περιγράφονταν. Το άλλο χαρτί ήταν μια πρόσκληση για το παλάτσο του Φεράλντι με τη θέση του ονόματος κενή.
Τσακίστηκε να βρει την κατάλληλη στολή και πλήρωσε ακριβά την περίτεχνη μάσκα, αλλά απόψε θα ήταν η βραδιά του.
Το χαρτί του εξασφάλισε την είσοδο, τα πόδια του έτρεμαν καθώς βάδιζε στο παλάτσο ανάμεσα στην αφρόκρεμα της Βενετίας. Κανείς όμως δεν τον αναγνώριζε πίσω από το μασκάρεμα του. Ούτε όμως εκείνος μπορούσε να αναγνωρίσει κανένα, εκτός από τον οικοδεσπότη που ήταν ο μόνος χωρίς μάσκα. Περιπλανήθηκε στο σπίτι, αντάλλαξε χαιρετισμούς με πολλούς από τους καλεσμένους, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού.
Περπάτησε χωρίς να κινήσει υποψίες και έφτασε στο μικρό κήπο δίπλα στο κανάλι. Μια σιλουέτα στεκόταν εκεί μέσα σε ένα μαύρο ντόμινο. Μια χρυσή μάσκα με μακριά μύτη διακρινόταν από απόσταση. Η καρδιά του πήγε να σπάσει. Πλησίασε με τρεμάμενα πόδια.
-Δόνα Τζουλιάνα, δέσποινα των στεναγμών μου, ημέρα της νύχτας μου, άγγελε των ονείρων μου, επιτέλους είμαστε μαζί.
Το τρανταχτό γέλιο που ήρθε από το ντόμινο κάθε άλλο παρά γυναικείο ήταν. Το έδαφος χάθηκε κάτω από τα πόδια του όταν η μάσκα έπεσε και είδε το μοχθηρό πρόσωπο του Γουστάβο, του πρωτοπαλίκαρου του Δον Φεράλντι. Τρεις σκιές ξεκόλλησαν από τους τοίχους και τον πλησίασαν.
-Νόμιζες ανόητε θνητέ πως μπορείς να σηκώσεις τα μάτια σου στο πολύτιμο πετράδι του αφέντη χωρίς τιμωρία; Μέγα σφάλμα.
Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει πριν σκοτεινιάσουν όλα ήταν το πρόσωπο της πίσω από το κλειστό παράθυρο.