ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΒΡΟΧΕΡΗ ΝΥΧΤΑ
Το ταξί σταμάτησε στην είσοδο του σταθμού. Την ώρα που άνοιγα την ομπρέλα και πατούσα το πόδι μου στην άσφαλτο , το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα. Εστίασα το βλέμμα μου μπας και μπορέσω να δω το όμορφο Βικτωριανό ρολόι του St. Pancras, αλλά ήταν αδύνατο. Η βροχή έπεφτε δυνατά κάνοντας με να κατεβάσω την ομπρέλα και να τρέξω να χωθώ στην ασφάλεια του κτηρίου.
Ο κόσμος μέσα λιγοστός, ακόμα και τα μαγαζιά είχαν κατεβάσει ρολά και το τοπίο θύμιζε σκηνή από ταινία τρόμου. Ευτυχώς στον κισσέ των εισιτηρίων υπήρχε φως και ένα άτομο της ασφάλειας περπατούσε στου κοντινούς άδειους διαδρόμους.
Το φως ενός κεραυνού φώτισε το κτήριο και η βροντή το ταρακούνησε θαρρείς συθέμελα. Μια μάχη λάμβανε χώρα εκεί έξω με αιώνιους και πανίσχυρους αντιπάλους και εμείς οι άλλοι ταπεινοί θνητοί μέναμε εκστατικοί παρατηρητές.
Τι ήθελα και βγήκα από το σπίτι με μια τέτοια θεομηνία, ρώτησα για πολλοστή φορά στον εαυτό μου. Άφησα τη θαλπωρή μου, το ζεστό μου τσάι με τα αρωματικά βότανα, θα έχανα και τη σειρά που παρακολουθούσα ανελλιπώς. Και γιατί; Για να βρεθώ σε ένα σχεδόν άδειο σιδηροδρομικό σταθμό μέσα στα μεσάνυχτα να περιμένω κάτι.
Όσο το μυστήριο με φοβίζει, άλλο τόσο με σαγηνεύει. Αυτή η διχασμένη μου φύση με έχει φέρει πολλές φορές σε κίνδυνο και ενώ είχα ορκιστεί πως θα σταματήσω, ένα μικρό κομμάτι χαρτί ήταν αρκετό για να πατήσω τον όρκο μου.
Όταν το βρήκα στο γραμματοκιβώτιο μου την ώρα που γύρισα σπίτι δεν του έδωσα σημασία. Μπερδεμένο ανάμεσα στους λογαριασμούς και τις τραπεζικές επιστολές έδειχνε ασήμαντο. Αλλά την ώρα της αλληλογραφίας, λίγο μετά το γεύμα, όταν το άνοιξα και διάβασα τις λιγοστές γραμμές του ξέχασα και πάγιους λογαριασμούς και τον εκνευρισμό με τον Ράλφ, τον φοροτεχνικό μου που το λάθος του ακόμα πληρώνω.
«Αν και τα χρόνια πέρασαν, δεν ξέχασα ποτέ την υπόσχεση μου. Απόψε, με το τραίνο που φτάνει τα μεσάνυχτα στο Διεθνή Σιδηροδρομικό Σταθμό του St. Pancras θα έρθει κάτι για σένα. Κάτι που όπως μου είχες πει θα έπρεπε να επιστρέψω όταν πια δεν θα το χρειάζομαι. Ήταν και είναι το μυστικό μας, θυμάσαι;
Γι'αυτό πάνε να το παραλάβεις μόνος, τα μυστικά παύουν να έχουν αξία όταν βγαίνουν στο φως. Εσύ μου το έμαθες αυτό.
Αν δεν σε ξαναδώ να ξέρεις πως ήσουν ότι καλύτερο στη ζωή μου.
Φιλιά,
Λούσυ»
Το διάβασα ίσα με πέντε φορές και ενώ πλέον δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοεί, κάτι μέσα μου είχε ξυπνήσει. Εκείνο το πάθος να ανακαλύψω τι κρύβεται πίσω από τις κρυπτικές της λέξεις, να ανασκαλέψω τη μνήμη μου και να φέρω στο φως εκείνο το μυστικό.
Ο σκεπτικιστής εαυτός μου με επανέφερε στα ισα μου, αλλά μόνο για λίγο. Την ώρα που στην τσαγιέρα σφύριζε το βραστό νερό είχα πάρει την απόφαση μου.
Και να μια τώρα να περπατώ προς τις αποβάθρες. Ένα τραίνο σταματημένο ήταν εκεί, όχι αυτό που περίμενα. Εκείνο φάνηκε μετά την επόμενη αστραπή, σαν να εμφανίστηκε από μόνο του. Μέσα σε σύννεφο καπνού και με νερά να τρέχουν από κάθε μεταλλική της επιφάνεια μπήκε αργά στο σταθμό και σταμάτησε ενώ μια βαριεστημένη φωνή στα μεγάφωνα ανακοίνωνε αυτό που τα μάτια μου έβλεπαν.
Λίγος ο κόσμος που βγήκε κι εγώ σαν το άγαλμα στημένος στην άκρη της πλατφόρμας χωρίς να ξέρω τι να περιμένω.
Ένας νεαρός άνδρας φορώντας τη στολή της εταιρίας μεταφορών με πλησίασε.
«Ο κύριος Ο'Μπράιαν;»
«Ο ίδιος»
«Έχω φέρει κάτι για σας. Παρακαλώ ακολουθήστε με.»
Πήγαινα μηχανικά αλλά με τις αισθήσεις μου σε ετοιμότητα. Με οδήγησε στο τελευταίο βαγόνι και από εκεί κατέβασε ένα ξύλινο βαρύ κουτί. Υπέγραψα τα χαρτιά παραλαβής.
Το μέγεθος κάτι άρχισε να μου θυμίζει. Ένα ταξίδι στην Κορνουάλη, ένα επικίνδυνο παιχνίδι και ένας ανεκτίμητος θησαυρός. Η πηγή του τωρινού μου πλούτου και ο λόγος που στερήθηκα τη Λούσυ, την βοηθό και πνευματίστρια μου.
Τώρα δεν ξέρω αν θέλω να κρατήσω αυτό το μυστικό. Αυτό σημαίνει ότι κάτι κακό της συμβαίνει. Κάτι που έχει να κάνει με εκείνο το σπήλαιο και την ομιχλώδη του ιστορία.