
ΕΝΑ ΔΩΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Τσακίστηκα στην κυριολεξία μόλις άκουσα το κουδούνι. Έπρεπε να φτάσω από τον πάνω όροφο στο ισόγειο και στο θυροτηλέφωνο και από τη βιασύνη μου την πλήρωσε το δάχτυλο και το τραπεζάκι του χωλ. Αλλά παρά την φούρια μου δεν πρόλαβα και στην κάμερα είδα μόνο την πλάτη ενός άνδρα που έφευγε από την εξώπορτα της αυλής. Άνοιξα για να τον φωνάξω και ευτυχώς τελευταία στιγμή αντιλήφθηκα το αντικείμενο στο χαλάκι πριν πέσω πάνω του.
Ένα κουτί τυλιγμένο με εκείνο το τυπικό καφέ χαρτί, δεμένο με σχοινί που στο σημείο που έδενε υπήρχε βουλοκέρι. Άλλο και τούτο! Ποιος στην εποχή μας χρησιμοποιεί ακόμα τέτοιους τρόπους; Δεν είδα ούτε ένα γραμματόσημο ενώ σε μια από τις γωνίες του γραμμένα με ωραίο καλλιγραφικό τρόπο το όνομα μου και η διεύθυνση. Μέχρι να θυμηθώ και να γυρίσω στον άνδρα που μου το έφερε, εκείνος είχε μπει σε ένα μαύρο φορτηγάκι και βάζοντας μπρος έφευγε με κατεύθυνση τον κεντρικό δρόμο. Έτρεξα μήπως τον προλάβω, αλλά άδικος κόπος.

Γύρισα και κοίταξα για άλλη μια φορά το έκθετο που βρισκόταν στο χαλί. Πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου και οι περισσότερες δεν ήταν ευχάριστες. Με όλους εκείνους τους τρελούς που κυκλοφορούσαν εκεί έξω δεν θα ήθελα να γίνω παραλήπτης κάποιου φρικιαστικού δώρου. Το σκούντησα και κόλλησα το αυτί , για το φόβο βόμβας, αλλά τίποτα.
Πήρα θάρρος και σπρώχνοντας το χαλί το έβαλα στο σπίτι. Τηλεφώνησα στον κολλητό μου και του εξήγησα την κατάσταση. Σε λίγο ήταν κι αυτός εκεί. Με προσοχή και χειρουργικές κινήσεις αφαιρέσαμε το βουλοκέρι, το σχοινί και το χαρτί. Μπροστά μας ήταν ένα χρυσαφί κουτί, πιο χτυπητό πεθαίνεις, δεμένο επίσης.
«Πολύ ασφάλεια ρε συ φίλε! Λες να κρύβεται κανένας θησαυρός εκεί μέσα;»
Η αλήθεια είναι ότι η περιέργεια μου είχε χτυπήσει κόκκινο.
Αφού αφαιρέσαμε και το τελευταίο σχοινί, με το κοντάρι της σκούπας ανοίξαμε το καπάκι του κουτιού και ευτυχώς δεν έγινε τίποτα.
Κοιτώντας μέσα αντικρίσαμε μια ασημένια κοσμηματοθήκη χωμένη μέσα σε χαρτιά και βελούδο, ένα Βούδα φτιαγμένο από νεφρίτη και ένα κιάλι. Ένας φάκελος σφραγισμένος με το ίδιο βουλοκέρι περίμενε να διαβαστεί.
' Όταν έφυγα με δυο ρούχα και εκείνες τις δυο λίρες που ήταν η μόνη σου περιουσία, ποτέ δεν πίστευα ότι θα ζήσω για να σου το ξεπληρώσω. Αλλά η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς και έζησα αρκετά, έκανα πολλά και γύρισα σχεδόν όλο τον κόσμο. Ποτέ όμως δεν ξέχασα την μεγαλοψυχία σου και την γενναιοδωρία που σε χαρακτηρίζει. Δεν μπορούσα να γίνω λιγότερο γενναιόδωρος κι εγώ μαζί σου.
Μέσα στο κουτί υπάρχουν τα πολυτιμότερα πράγματα που μάζεψα στα ταξίδια μου. Το κιάλι και ότι υπάρχει στην κοσμηματοθήκη είναι δικά σου. Ο Βούδας ανήκει στη Μυρτώ. Θέλω να της τον δώσεις και να της πεις ότι ο Μηνάς δεν ξεχνάει τις υποσχέσεις του.
Εις το επανειδήν σε ένα άλλο καλύτερο κόσμο.
Ο ταξιδιάρης ξάδελφος σου '
Έβαλα τα κλάματα, μουσκεύοντας το χαρτί στα χέρια μου. Μια ιστορία είκοσι πέντε χρόνων που είχα ξεχάσει επανήλθε με ορμή στη μήνη μου μαζί με αναμνήσεις, σκέψεις και συναισθήματα.
Όταν έγινε το φευγιό του Μηνά εγώ και η Μυρτώ λέγαμε να ζήσουμε μαζί. Αλλά όλα πήγαν στραβά και η δουλειά που ήταν να στηθεί χάθηκε. Σαν χιονοστιβάδα έπεσαν όλα και με πλάκωσαν. Έκανα χρόνια να συνέλθω, να βρω τον εαυτό μου και να συνεχίσω.
Με τη Μυρτώ χαθήκαμε, έμαθα ότι παντρεύτηκε και χώρισε. Έκανε ένα κοριτσάκι και το έχασε στη δίκη.
Δεν ξέρω αν θα βρω το θάρρος να την αναζητήσω. Κοιτάζω το Βούδα και το χαμόγελο του μου φέρνει στο νου τον Μηνά.
Υπάρχουν στιγμές που είμαι έτοιμος να ανοίξω τον υπολογιστή και να την ψάξω, αλλά το μετανιώνω. Α ρε ξάδελφε μπελάδες που μου άνοιξες σε αυτή την ηλικία.