Ένα ιδιαίτερο δείπνο - Η Απαγωγή
Η πομπή των τριών αυτοκινήτων κατεβαίνοντας από το Πανόραμα βγήκε στην περιφερειακή οδό. Ο άνδρας από το αμάξι της Στέλλας έδινε οδηγίες μέσω τηλεφώνου και μερικές στιγμές φαινόταν πολύ εκνευρισμένος.
«Αλλαγή σχεδίου!! Τι δεν καταλαβαίνετε ηλίθιοι; Έχουμε καλεσμένους και θα τους πάμε στην αποθήκη!»
Μιλούσε και είχε πάντα το πιστόλι του να σημαδεύει την οδηγό ενώ πίσω ο συνεργός του έκανε το ίδιο στην Αλίκη, η οποία προσπαθούσε ακόμα να κρατήσει την ψυχραιμία της. Ακόμα δεν μπορούσε να θυμηθεί από πού γνώριζε τον άνδρα που τους απήγαγε αλλά ήταν σίγουρη ότι θα το έβρισκε. Το μνημονικό της δεν την πρόδωσε ποτέ, μέχρι στιγμής. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό έπρεπε να κάνει κάτι. Μέσα στην αναστάτωση είχε ξεχάσει πως μέσα στην τσάντα της είχε το κινητό της, το οποίο για κάποιο λόγο δεν της είχαν ζητήσει ακόμα. Αν μπορούσε να το πιάσει και να καλέσει σε βοήθεια χωρίς να την καταλάβουν θα ήταν ευχής έργο.
Στο αμάξι του Ιάσωνα τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Εκείνος οδηγούσε με ένα αυτόματο στραμμένο πάνω του και στα πίσω καθίσματα ο κύριος Παπαστεφάνου και ο μπάτλερ ήταν στριμωγμένοι ανάμεσα σε δυο άτομα που οπλοφορούσαν. Ο Παπαστεφάνου ένιωθε πολύ πιεσμένος αλλά όποια προσπάθεια να κινηθεί έβρισκε αντίσταση και ένα άγριο βλέμμα που τον έκανε άμεσα να μετανιώσει. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει την απάθεια του μπάτλερ που αν και χτυπημένος δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Μόνο μια στιγμή έβγαλε ένα μαντίλι να σκουπίσει τα αίματα από τη μύτη του και σε ένα απότομο φρενάρισμα του αυτοκινήτου του έπεσε στο πάτωμα. Έσκυψε να το πάρει κάπως άγαρμπα, αλλά έτσι πως ήταν στριμωγμένοι εκεί πίσω δεν μπορούσε και αλλιώς. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή διατήρησε εκείνο το ανέκφραστο βλέμμα και δεν κουνήθηκε παρά μόνο όταν πλέον έφτασαν στο προορισμό τους.
Βγήκαν από τον κεντρικό δρόμο και χώθηκαν σε ένα χωματόδρομο. Μέσα από ένα δρόμο με στροφές ανάμεσα σε παλιά κτήρια και αποθήκες έφτασαν στην πίσω πλευρά ενός μεγάλου κτηρίου. Κάποτε θα ήταν κάποιο εργοστάσιο ή βιοτεχνία, σκέφτηκε ο Ιάσωνας με την πρώτη ματιά. Τους σταμάτησαν ακριβώς στον τοίχο του κτηρίου και άρχισε η αποβίβαση. Εκείνη τη στιγμή προσπάθησε να εκμεταλλευτεί η Αλίκη για να πάρει το κινητό της. Την ώρα που κατέβαινε έκανε πως σκόνταψε και έπεσε μαζί με την ανοιγμένη τσάντα της στο έδαφος. Η Στέλλα έτρεξε να την βοηθήσει και όταν συνάντησε το βλέμμα της είδε την ηλικιωμένη γυναίκα να της κλείνει γρήγορα το μάτι. Δυστυχώς όμως αυτό το είδε και ο άνδρας με το πιστόλι. Πλησίασε, άρπαξε την τσάντα της Αλίκης και βγάζοντας το τηλέφωνο το πέταξε στο πάτωμα και το πάτησε.
«Όχι μπλόφες σε μένα κυρία! Δεν περνάνε. Είμαι παλιός σε κάτι τέτοια για να με ξεγελάσει μια ηλικιωμένη γυναίκα! Πάρτε τους ότι τσάντες, τηλέφωνα έχουν πριν μπουν μέσα!»
Υπήρξαν διαμαρτυρίες αλλά τελικά όλοι αποχωρίστηκαν τα τηλέφωνα τους και η Στέλλα το τσαντάκι της, που αγαπούσε τόσο πολύ γιατί ήταν δώρο της μαμάς της.
Μια μεταλλική πόρτα άνοιξε και όλοι μπήκαν σε ένα μεγάλο εγκαταλελειμμένο χώρο. Σκουπίδια, σκόνη και κομμάτια από σκουριασμένα μέταλλα ήταν όλα όσα υπήρχαν εκεί, απομεινάρια παλιών εποχών όταν το μέρος έσφυζε από ζωή και δραστηριότητες. Τώρα τα μόνα δραστήρια ήταν τα ποντίκια που τρομοκρατημένα από το φως και τους εισβολείς έτρεχαν πάνω στο μεταλλικά δοκάρια και τα σκουπίδια.

Τους οδήγησαν σε μια άλλη πόρτα που έβγαζε σε ένα πιο μικρό δωμάτιο. Μέσα είχε καμία δεκαριά ξύλινες παλέτες και μερικά χαρτόκουτα σκισμένα.
«Τώρα σαν καλά παιδιά θα περιμένετε εδώ. Μην με αναγκάσετε να σας δέσω γιατί θα το κάνω με την πρώτη ευκαιρία. Εντάξει κυρία μπλοφατζού;» είπε ο αρχηγός των απαγωγέων και κοίταξε την Αλίκη. Εκείνη του ανταπέδωσε ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Δεν είμαστε παιδιά και αυτό το μέρος δεν ενδείκνυται για να φιλοξενήσει μεγάλους ανθρώπους!»
«Όλο παράπονα είσαι γέρο!! Τα κρεβάτια και οι πολυθρόνες μας τελείωσαν. Να ελπίζετε ο οικοδεσπότης σας να φανεί άνδρας και να έρθει αλλιώς θα περάσετε πολύ καιρό εδώ μέσα.»
Έβγαλε τα γάντια του και σήκωσε ένα από τα χαρτόκουτα. Στο ένα χέρι του φορούσε ένα δαχτυλίδι από πλατίνα με παράξενα σκαλίσματα. Αυτό είδε η Αλίκη και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν αυτός που τους μιλούσε.
«Εδώ μέσα έχει νερό αν θελήσετε. Από ότι είδα φάγατε για σήμερα οπότε μην περιμένετε έξτρα περιποίηση. Και όποιος νυστάξει έχει μπόλικο χώρο να την πέσει. Τώρα ησυχία!»
Έκλεισε την πόρτα πίσω του και το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Για λίγη ώρα επικράτησε ησυχία μέχρι τα μάτια να αρχίσουν να συνηθίζουν και να αναγνωρίζουν τις σκιές των άλλων.
«Τι στα κομμάτια γίνεται; Σε τι βρομοδουλειές είναι ανακατεμένος αυτός ο Ρωμανός και τώρα τα τραβάμε εμείς για αυτόν;»
«Ειλικρινά λυπάμαι για την ανάμειξη σας σε αυτή την κατάσταση. Και είμαι σίγουρος ότι και ο κύριος Ρωμανός λυπάται επίσης.»
«Λυπάται αλλά είναι μακριά και ελεύθερος! Εμείς είμαστε σε αυτό το μπουντρούμι με τα ποντίκια!»
«Ηρεμίστε κύριε Παπαστεφάνου. Ο εκνευρισμός δεν θα φέρει κανένα αποτέλεσμα!»
«Και τι να κάνω; Να χαίρομαι;; Δυο από εμάς τους έβαλαν το όπλο στο πρόσωπο και οδήγησαν απειλούμενοι μέχρι εδώ! Να με συγχωρείς δεσποινίς, είναι και νονός σου αλλά από ότι κατάλαβα πρόκειται για μούτρο μπλεγμένο σε ύποπτες δουλειές αλλά και θρασύδειλο ταυτόχρονα!»
«Δεν σας επιτρέπω! Μπορεί να ξέρω λίγα για τη ζωή του, αλλά δεν παύει να είναι ο νονός μου, ένα άτομο που σέβομαι και αγαπώ! Και επιπλέον είναι Σικελός! Οι Σικελοί δεν είναι δειλοί!»
«Και τότε πού είναι; Γιατί δεν ήταν εκεί να αναλάβει τις ευθύνες του; Προτίμησε να φύγει και να αφήσει τον έμπιστο του, την βαφτισιμιά του και αλλά τρία άτομα στα χέρια αγνώστων!»
«Αγνώστων για σας κύριε Παπαστεφάνου! Αφήστε το κορίτσι στην ησυχία του! Δεν της φτάνει όλα όσα έζησε σήμερα, πρέπει να έχει και κάποιον να την πιέζει ακόμα περισσότερο;»
«Σας ευχαριστώ κυρία Αλίκη! Τι εννοείται όμως; Αναγνωρίσατε κανέναν;»
«Κάτι μου θύμιζε ο αρχηγός τους και έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ. Όταν έβγαλε τα γάντια όμως και είδα το δαχτυλίδι που φορούσε, όλα ξεκαθάρισαν. Και δεν είναι καθόλου ευχάριστα τα νέα παιδιά.»
«Δηλαδή; Πείτε μας να ξέρουμε.»
«Καλώς. Το παλικάρι που είναι αρχηγός τους είναι ένα μούτρο. Μάνος Καρτάνης λέγεται αλλά λίγοι τον ξέρουν έτσι. Στις λέσχες, στα καζίνο και στους κύκλους του τζόγου γενικά τον ξέρουν σαν Γύπα. Το όνομα του ταιριάζει γάντι. Άσος στην χαρτοπαιξία, χαρτοκλέφτης από τους λίγους και τοκογλύφος. Αν μπλέξεις με τον Γύπα, ή ξοφλάς ή είσαι χαμένος. Κινείται με άνεση γιατί έχει τις πλάτες του πατέρα του, ενός μεγάλου παράγοντα της πόλης και έχει μαζέψει μερικά πρωτοπαλίκαρα για τις δουλειές του. Τον κατάλαβα από το δαχτυλίδι γιατί έτυχε να παίζει σε διπλανό τραπέζι με ένα γνωστό μου, που είχε ένα μαγαζί στο κέντρο. Φαίνεται πως ο κακομοίρης έχασε και προσπάθησε να του την κοπανίσει γιατί τον βρήκα όταν βγήκα να πάρω ταξί πεταμένο σε κάτι θάμνους και στο πρόσωπο του, που είχε γίνει μαύρο από το ξύλο, είχε αποτύπωμα από τα παράξενα σχέδια του συγκεκριμένου δαχτυλιδιού.»
«Ωραίες γνωριμίες κάνετε κυρία μου!! Μπράβο!!»
«Όταν κινείσαι σε συγκεκριμένους χώρους βλέπεις όλους τους χαρακτήρες. Αυτό συμβαίνει όπου και αν πας. Ακόμα και στο Δημόσιο, ε κύριε Παπαστεφάνου;»
«Σας παρακαλώ μην αρχίσουμε τώρα τους τσακωμούς. Είμαστε σε δυσχερή θέση. Λουκά μπορείς να μας βοηθήσει λίγο να δούμε που έχουμε μπλεχτεί; Ξέρεις γιατί ο Γύπας ήρθε για τον κύριο Ρωμανό;»
«Αυτό το όνομα κι εγώ πρώτη φορά το ακούω κύριε Παπαπέτρου. Ήξερα ότι ο κύριος είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με κάποια άτομα στην πόλη. Γι΄αυτό άλλωστε όπως σας είπε είχαμε έρθει. Αλλά λεπτομέρειες δεν μου είπε ποτέ. Ήταν αρκετά μυστικοπαθής σε πολλά και ειδικά σε προσωπικά θέματα. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας διαφωτίσω. Ελπίζω να το κάνει εκείνος όταν όλα τελειώσουν.»
«Πως είσαι τόσο σίγουρος ότι θα είμαστε ζωντανοί όταν τελειώσουν όλα;»
«Ο κύριος μου έχει πάντα έναν άσσο στο μανίκι του. .... Να είστε σίγουροι ....»