Ένα ιδιαίτερο δείπνο - Η διάσωση ολοκληρώνεται και το μυστικό αποκαλύπτεται.
Τα αυτοκίνητα τους ήταν παρκαρισμένα εκεί που τα είχαν αφήσει μόνο που ήταν περικυκλωμένα από περιπολικά. Μπροστά σε κάθε πόρτα στεκόταν ένας άνδρας ντυμένος κανονικά, χωρίς στολή. Ο αστυνόμος που τους οδήγησε έξω τους φώναξε κοντά του και τους μίλησε χαμηλόφωνα.
«Θα πάρετε τα οχήματα αυτά και τα όργανα θα σας συνοδέψουν στο γραφείο. Θα περιμένετε να έρθει ο κύριος Διοικητής να δώσετε κατάθεση και να δούμε τι θα γίνει με εσάς.» τους είπε μόλις τελείωσε τη συνομιλία του.
«Μα... αυτά είναι τα δικά μας αμάξια.» είπε η Στέλλα προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει.
«Αυτό το λέτε εσείς κυρία μου. Θα το διαπιστώσουμε όταν φτάσουμε στη Γενική Ασφάλεια. Θα οδηγήσουν τα όργανα και αν όντως εννοείται αυτά που μας είπατε συμμορφωθείτε και ακολουθείστε τις οδηγίες τους.»
Ακολουθώντας για άλλη μια φορά οδηγίες κάποιου άλλου, αλλά χωρίς την απειλή ενός όπλου η Στέλλα πήρε την Αλίκη και μπήκαν στο αμάξι της ενώ ο Ιάσωνας, ο Λουκάς και ο κύριος Παπαστεφάνου μπήκαν στο αμάξι του πρώτου. Οι άνδρες μπήκαν στη θέση του οδηγού και μετά τη σχετική αναμονή για να ξεμπλοκάρουν τα οχήματα έβαλαν μπροστά και ξεκίνησαν.
Με ηρεμία αυτή τη φορά προσπάθησαν να δουν που τους είχαν φέρει οι απαγωγείς τους, που μετά τους πυροβολισμούς δεν μπόρεσαν να δουν βγαίνοντας από την αποθήκη. Βρισκόταν μάλλον προς την περιοχή του λιμανιού, προς την περιοχή που παλιά λεγόταν σφαγεία. Στον Ιάσωνα φάνηκε γνωστή η πρόσοψη ενός κτηρίου και από εκεί έβγαλε το συμπέρασμα. Τα αυτοκίνητα βγήκαν στο δρόμο των δικαστηρίων και αντί να στρίψουν αριστερά προς την οδό μοναστηρίου, έστριψαν δεξιά.
«Στα δικαστήρια θα μας πάνε; Γιατί πάμε από εδώ αστυνόμε;» ρώτησε με εμφανή τον εκνευρισμό ο κύριος Παπαστεφάνου.
«Αυτές είναι οι εντολές που λάβαμε κύριε. Θα σας πάμε στο προορισμό που μας έχει δοθεί και μετά θα συνεχίσουμε.»
«Άντε πάλι τα ίδια με τις εντολές. Είσαι αλήθεια αστυνομικός; Ταυτότητα έχεις;»
Ο οδηγός έβγαλε το σήμα και το έδειξε κάνοντας τον Παπαστεφάνου να καθίσει πίσω και να παραμείνει σιωπηλός σε όλη τη διάρκεια της πορείας. Τα αμάξια βγήκαν στη πύλη του λιμανιού, μπήκαν στο λιμάνι και κατευθύνθηκαν κοντά στο επιβατικό σταθμό. Ένα πολυτελέστατο κότερο ήταν δεμένο σε εκείνο το σημείο. Υπήρχε κόσμος πάνω σε αναταραχή. Πράγματα φορτωνόταν και όλα έδειχναν ότι σε λίγο θα αναχωρούσε. Τα αμάξια σταμάτησαν μπροστά στη σκάλα του κότερου. Πρώτος άνοιξε την πόρτα και βγήκε ο μπάτλερ και οι υπόλοιποι αφού είδαν ότι οι αστυνόμοι δεν αντέδρασαν, τον ακολούθησαν. Ο Λουκάς ανέβηκε τη σκάλα και βρέθηκε στο μικρό σαλονάκι του πλοίου με τους υπόλοιπους τέσσερις να τον ακολουθούν. Στο κέντρο του σαλονιού δυο μέλη του πληρώματος( όπως φαινόταν από τις στολές τους) μιλούσαν σε έναν άνδρα που είχε την πλάτη στραμμένη στην είσοδο. Δεν χρειάστηκε να τον δουν όμως. Η φωνή του τους ήταν γνωστή.

«Padrino mio!!» είπε η Στέλλα και εκείνος γύρισε προς το μέρος τους. Τους χαμογέλασε καθώς η Στέλλα έτρεξε στην αγκαλιά του.
«Ηρέμησε μικρή μου, όλα καλά!»
«Τι καλά κύριε Ρωμανέ; Τι είναι όλα αυτά; Εξαφανίζεσαι και εμείς γινόμαστε όμηροι ενός καθάρματος και μας τραβάνε σε κάτι άθλιες αποθήκες. Μας κλειδώνουν και μετά γίνεται χαμός από πυροβολισμούς. Έρχεται η αστυνομία να μας πάρει, και αντί για την Αστυνομική Διεύθυνση μας φέρνουν στο κότερο σας! Απαιτώ εξηγήσεις!!»
«Σας ζητώ συγνώμη που αναγκαστήκατε να τα περάσετε όλα αυτά. Δεν είχα υπολογίσει ότι όσο εγώ έψαχνα για να κλείσω τους λογαριασμούς μου, το ίδιο έκαναν και οι ανταγωνιστές μου. Τα παλικάρια που σας πήραν εμένα είχαν σαν στόχο αλλά ήμουν πιο γρήγορος από αυτούς. Λυπάμαι για την ταλαιπωρία και που χάλασε η τόσο όμορφη βραδιά μας με αυτό τον τρόπο. Απλά με τις νέες εξελίξεις πρέπει να αλλάξουμε τα σχέδια μας. Θα πρέπει να λείψω λίγες μέρες. Ελπίζω όταν επιστρέψω να θέλετε να συνεχίσουμε την κουβεντούλα μας. Τίποτα δεν έχει αναιρεθεί από όσα σας είπα.»
«Δεν ξέρω κύριε. Όλα αυτά είναι πολλά για έναν άνθρωπο της ηλικίας μου.»
«Μην πάρετε βιαστικές αποφάσεις. Αφήστε λίγο το χρόνο να σας ηρεμήσει και να μιλήσουμε με την ησυχία μας όταν επιστρέψω. Σαν δείγμα καλής θέλησης μίλησα σε κάτι γνωστούς και η παρουσία σας στην αποθήκη διαγράφεται τώρα που μιλάμε. Στέλλα μου λυπάμαι που κράτησε τόσο λίγο η συνάντηση μας αλλά θα τα πούμε όταν γυρίσω. Μπορείτε να πάρετε εσύ και ο κύριος Παπαπέτρου τα αμάξια σας και να φύγετε. Ο Λουκάς θα έρθει μαζί μου, όπως πάντα.»
«Κι εμείς;»
«Εσείς αν δεν θέλουν ο κύριος ή η κυρία να σας πάρουν με το αμάξι τους θα καλέσω ταξί, πληρωμένο από μένα εννοείται, να σας πάει σπίτι σας. Αγαπητή Αλίκη ελπίζω να μην χάσω και τη δική σας υποστήριξη.»
«Αν και όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα για μένα... με τρώει η περιέργεια να μάθω τι είναι αυτό που θέλατε να μας πείτε. Θα περιμένω τηλέφωνο σας αυτή τη φορά αγαπητέ Δομίνικε! Τέρμα οι ανώνυμες προσκλήσεις!»
«Ε τώρα που γνωριζόμαστε αυτό νομίζω είναι
δεδομένο. Κι εσείς κύριες Παπαπέτρου; Τι σκέφτεστε;»
«Πως αν η φαντασία μου δουλεύει καλά, έχετε ανέβει στα μάτια μου. Και σε ένα άτομο
που μπορεί να δικτυωθεί τόσο καλά δε θα ήθελα να τον απογοητεύσω. Μπορεί τελικά
να μην δεχτώ τη πρόταση αλλά σίγουρα θα δεχτώ την επόμενη πρόσκληση σας.»
«Οπότε μείνατε εσείς κύριε Παπαστεφάνου. Θα είστε στην συντροφιά μας την επόμενη φορά ή η προηγούμενη απάντηση είναι η τελευταία σας;»
«Δεν ξέρω, όλα είναι παράξενα για μένα. Είναι κάτι που δεν μπορώ να υπολογίσω. Όλα όσα έζησα σήμερα με έβγαλαν από ένα πρόγραμμα που είχα σχεδόν μια ζωή. Και μια ζωή δύσκολα την κάνεις στην άκρη. Θέλω να μην απαντήσω τώρα. Δεν θα ήθελα μια πάρω μια βιαστική απόφαση που θα μετανιώσω ίσως αργότερα. Θα μιλήσουμε όταν επιστρέψετε και τότε θα λάβετε την απόφαση μου.»
«Δεκτό αγαπητέ κύριε. Δεν θα ήθελα να σας πιέσω κι άλλο. Αρκετή πίεση βιώσατε απόψε. Θα έχετε νέα μου λοιπόν σύντομα!»
Αφού είπαν λίγα ακόμα η Στέλλα αποχαιρέτησε με ένα δάκρυ τον νονό της και οι τέσσερις κατέβηκαν τη σκάλα. Οι αστυνομικοί είχαν χαθεί και σε λίγο όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση.
Έμειναν και οι τέσσερις στο λιμάνι να βλέπουν το πλοίο να χάνεται, με το ζόρι μπορούσαν να διακρίνουν το σημερινό τους οικοδεσπότη και τον πιστό του μπάτλερ στη γέφυρα να τους χαιρετάνε.
Όταν το πλοίο χάθηκε στο ορίζοντα το πρώτο φώς της αυγής άρχισε να κάνει την εμφάνιση του. Πήραν όλοι το δρόμο για τα σπίτια τους φορτωμένος ο καθένας από σκέψεις και αναμνήσεις που γέννησε αυτή η παράξενη και περιπετειώδης βραδιά που ξεκίνησε σε εκείνη τη βίλα στο Πανόραμα...