Ένα ιδιαίτερο δείπνο Η Άφιξη
Το μεγάλο ρολόι στο σαλόνι έδειχνε 8 παρά πέντε . Ένα παλιό φιατάκι, που θα έπρεπε να αποσυρθεί εδώ και χρόνια, έφτασε στην είσοδο της βίλας. Ο οδηγός του, ένας άνδρας που είχε ήδη μπει στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, λεπτός και καλοντυμένος, άνοιξε το παράθυρο φτάνοντας κοντά στο θυροτηλέφωνο. Άπλωσε το χέρι αλλά το μετάνιωσε. Πήρε ένα χαρτομάντιλο, κάλυψε το χέρι του και πάτησε το κουμπί. Η αναμονή δεν του άρεσε και ήθελε να είναι συνεπής στα ραντεβού του.
Μια ανδρική φωνή απάντησε σε λίγο ζητώντας να μάθει ποιος ήταν.
«Παπαστεφάνου Γεώργιος! Με περιμένουν στις 8!» μίλησε όπως συνήθιζε τα τελευταία χρόνια. Του είχε μείνει από την δουλειά, όταν έπρεπε να είναι σύντομος και περιεκτικός για να εξυπηρετεί καθημερινά δεκάδες ανθρώπους που περνούσαν μπροστά από το γραφείο του.
Αντί για απάντηση ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος και η μεγάλη πόρτα άνοιξε. Ο δρόμος τον οδήγησε στο υπόγειο πάρκινγκ του σπιτιού όπου υπήρχαν θέσεις για πολλά αυτοκίνητα. Αλλά εκείνη τη στιγμή εκτός από το δικό του υπήρχαν άλλα δυο.
«Σίγουρα θα είναι του ιδιοκτήτη. Το ένα πιο ακριβό από το άλλο. Να που πετάει ο κόσμος τα λεφτά του. Και μετά λέμε έχουμε κρίση. Με τέτοια σπατάλη πώς να μην φτάσουμε εκεί που φτάσαμε!»
Πριν προλάβει η πύλη να κλείσει τελείως, φρέναρε μπροστά ένα ταξί. Ο μηχανισμός δούλεψε ταχύτατα και η καρδιά του οδηγού πήγε στη θέση της. Η πελάτισσα του χαμογέλασε.
«Καλά μου είχε πει η φίλη μου τελικά. Είσαι ατσίδας!» και χαμογέλασε
Ο οδηγός την κοίταξε από τον καθρέφτη. Μια ηλικιωμένη κυρία καλοντυμένη που όμως έτσι που τον κοιτούσε με εκείνο το χαμόγελο, όμοιο παιδιού που θέλει να σε καλοπιάσει για να σου ζητήσει μια χάρη ή να του συγχωρέσεις μια σκανταλιά που έκανε, δεν του έκανε καρδιά να της πει τίποτα άσχημο. Αρκέστηκε να πληρωθεί και να της ανοίξει την πόρτα για να βγει. Εκείνη έστρωσε το φόρεμα της και πέρασε με αποφασίστηκα βήματα την πύλη.

Όσο ο κύριος Παπαστεφάνου πάρκαρε και φρόντιζε να αφήσει το αμάξι του στη σωστή θέση για εκείνον, η ηλικιωμένη κυρία είχε φτάσει στην εξώπορτα. Έβγαλε το άσπρο γάντι της πριν χτυπήσει το κλείστρο της πόρτας. Το κουδούνι ήταν δίπλα αλλά πάντα της άρεσε αυτός ο παλιός, μεταλλικός ήχος. Της θύμιζε τα παιδικά της χρόνια. Τότε που απλά ήταν η Αλίκη και ο κόσμος ήταν δικός της να τον εξερευνήσει. Κάθε πόρτα έκρυβε μια έκπληξη και κάθε στροφή κάτι απρόοπτο. Αυτό το απρόοπτο ήταν που την έκανε να έρθει εδώ απόψε. Ποιος ξέρει τι την περίμενε πίσω από αυτή την πόρτα. Πήρε θάρρος και χτύπησε.
«Ελπίζω οι άλλοι καλεσμένοι να μην είναι της ίδιας ηλικίας.» Σκέφτηκε ο άνδρας που έβλεπε την ηλικιωμένη γυναίκα με το επίσημο φόρεμα να μπαίνει στο σπίτι την ώρα που ετοιμαζόταν να χτυπήσει το θυροτηλέφωνο . « Θα χάσω κάθε ιδέα για τον αποστολέα αυτής της πρόσκλησης αν συμβεί αυτό!»
Στη φωνή που του απάντησε δήλωσε ότι είχε μια πρόσκληση για σήμερα.
«Σε τι όνομα;»
«Ιάσων Παπαπέτρου!»
Η πόρτα άνοιξε και οδήγησε κι αυτός το αμάξι του στο υπόγειο πάρκινγκ. Το παλιό αμάξι έκανε αντίθεση με τα άλλα σε εκείνο το χώρο και του έκανε αρκετή εντύπωση. Αλλά μπορεί να άνηκε και σε κάποιον που δούλευε εκεί και ο ιδιοκτήτης να του επέτρεπε να το παρκάρει εδώ. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας του στο εργοστάσιο. Ήθελε να μην υπάρχει διαχωρισμός στους χώρους στάθμευσης και έτσι υπάλληλοι και προϊστάμενοι, ακόμα και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης και η οικογένεια του πάρκαραν στον ίδιο χώρο. Με αυτά και άλλα διπλωματικά τερτίπια είχε καταφέρει να έχει μια από τις μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής υφασμάτων στην Ελλάδα. Τον μόνο που δεν κατάφερε ακόμα ήταν τον ίδιο, να τον πείσει να ακολουθήσει το παράδειγμα του. Εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος. Ήθελε να ζει τη στιγμή, να συλλέγει εμπειρίες. Και η σημερινή βραδιά έλπιζε να του πρόσφερε μερικές.
Το ρολόι χτύπησε 8 ακριβώς όταν η εξώπορτα και η πόρτα του ασανσέρ από το υπόγειο πάρκινγκ άνοιξαν ταυτόχρονα. Μια νεαρή υπηρέτρια υποδέχτηκε στην πόρτα την ηλικιωμένη γυναίκα καλωσορίζοντας την και μια άλλη καλοδέχτηκε με τον ίδιο ευγενικό τρόπο τον άνδρα που βγήκε από το ασανσέρ . Στο κέντρο του χώρου υποδοχής, σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα στεκόταν ο μπάτλερ. Με την επίσημη στολή του πεντακάθαρη και σιδερωμένη έκανε μια τυπική υπόκλιση προς κάθε καλεσμένο.
«Κυρία, Κύριε, καλώς ορίσατε! Δώστε τις προσκλήσεις σας στις κοπέλες και ακολουθήστε με.»
Τους οδήγησε σε ένα μεγάλο σαλόνι. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι κάδρα και πάνω από το τζάκι δέσποζε ένα μεγάλο πορτραίτο. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με χαλιά πάνω στα οποία ήταν τοποθετημένα ένας μεγάλος καναπές, δυο πολυθρόνες και πολλά μικρά τραπεζάκια. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες αποκαλύπτοντας μια ωραία θέα του ήλιου που στα τελευταία του πλέον έριχνε όσο φως μπορούσε ακόμα να ρίξει.
Ο ήχος του θυροτηλεφώνου έκανε τον άκαμπτο μπάτλερ να αφήσει γρήγορα τους καλεσμένους για να απαντήσει. Στην άλλη άκρη μια γλυκιά γυναικεία φωνή με έντονη ιταλική προφορά εξηγούσε πως είχε πρόσκληση για τη σημερινή βραδιά.
«Σε τι όνομα;»
«Στέλλα Μπουτάστι!»
Πάτησε το κουμπί για να ανοίξει την πόρτα καθώς έδινε οδηγίες στο προσωπικό να πάει ποτά στο σαλόνι και να περιμένουν τις αφίξεις.
Το συγκεκριμένο σπίτι το είχε δει πολλές φορές η Στέλλα. Ήταν λίγο μακριά από το δικό της αλλά σε κάποιες από τις καθημερινές της διαδρομές από και προς τη δουλειά το είχε δει. Η ερημιά του της είχε κάνει εντύπωση. Όσο καιρό έμενε εδώ δεν είχε δει να ανάβουν τα φώτα, ούτε κάποια κίνηση. Και να που τώρα έλαβε η ίδια πρόσκληση να περάσει αυτή την πάντα κλειστή πόρτα και να συναντηθεί με τον άγνωστο για εκείνη ιδιοκτήτη του σπιτιού. Φτάνοντας στο υπόγειο πάρκινγκ είδε ένα άνδρα να κατευθύνεται στο ασανσέρ. Αρκετά καλοντυμένος, γοητευτικός και σίγουρα πλούσιος , έβγαλε το συμπέρασμα από τα ρούχα και το αυτοκίνητο του. Αλλά για εκείνη δεν υπήρχε χώρος για γοητευτικούς άνδρες αυτή την εποχή. Αρκετά είχε περάσει τον τελευταίο χρόνο.
«Αυτό μάλιστα! Τώρα η βραδιά αποκτά ενδιαφέρων!» Σκέφτηκε ο Ιάσονας βλέποντας τη γυναίκα να παρκάρει κοντά στο δικό του αμάξι. Περίμενε κρατώντας την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή. Χαμογέλασε προς τη μελαχρινή κοπέλα που με χάρη προχωρούσε προς το μέρος του. Το φόρεμα της τόνιζε το σώμα της που δεν ήταν καθόλου αδιάφορο. Τα μαύρα της μάτια συμπλήρωναν την όλη εικόνα.
«Grazie mille signore!» του είπε και εκείνος έκανε στην άκρη για να μπει πρώτη στο ασανσέρ
«Ιάσων Παπαπέτρου! Γοητευμένος δεσποινίς...»
«Στέλλα Μπουτάστι! Χάρηκα!» του είπε στα ελληνικά.
Για τα επόμενα λεπτά δεν μίλησαν. Μόλις η πόρτα άνοιξε τους υποδέχτηκε ο μπάτλερ με την τυπική του υπόκλιση.
«Καλώς ορίσατε! Ακολουθήστε την κοπέλα παρακαλώ!»
Και ενώ ο Ιάσονας και η Στέλλα κατευθύνονται προς το σαλόνι, ο μπάτλερ πήρε ένα μαύρο μπλοκάκι που για ώρα ήταν ακουμπισμένο στο μικρό τραπεζάκι της αίθουσας υποδοχής και αφού διάβασε την πρώτη σελίδα σήκωσε το τηλέφωνο και πάτησε τρία ψηφία
«Οι καλεσμένοι σας ήρθαν, κύριε. Είναι όλοι εδώ...»