ΕΝΑΣ ΠΕΡΛΙΕ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ

2021-03-15

«Έχω βαρεθεί κάθε χρόνο τα ίδια! Γιατί πρέπει να πάμε πάλι εκεί;»

Ο μικρός Ζεράρ χτύπησε το χέρι στο τραπέζι, πλέον το έφτανε. Ο μπαμπάς του σήκωσε το κεφάλι πάνω από την εφημερίδα. Το φλιτζάνι του καφέ κουνιόταν αλλά ευτυχώς δεν είχε πέσει ούτε σταγόνα έξω.

«Μια φορά το χρόνο, όπως έχουμε πει πολλές φορές, κάθε σωστός Περλιέ επιστρέφει στον τόπο του. Για μας είναι αυτό το μέρος.»

«Μα δεν μου αρέσει! Είναι γεμάτο λουλούδια και με πιάνει φτέρνισμα. Και η γιαγιά είναι παράξενη. Κάθε χρόνο όταν πάω μου έχει ετοιμάσει ένα από εκείνα τα ντεμοντέ βραχιόλια και θέλει να το φοράω όσο μένουμε εκεί, για γούρι λέει.»

«Αν ήξερες μικρέ τι είναι αυτό το βραχιόλι και ποια η ιστορία του θα άλλαζες γνώμη και θα έβλεπες ότι η γιαγιά σου έχει τα δίκια της.»

«Δεν θέλω ιστορίες! Θέλω απλά να μην πάμε!» Είπε και χτύπησε άλλη μια φορά το χέρι του στο τραπέζι. Αυτή τη φορά όμως το φλιτζάνι αναποδογύρισε και ο καφές χύθηκε στο τραπεζομάντηλο. Το βλέμμα του μπαμπά αγρίεψε.

«Άκουσε να σου πω νεαρέ! Αυτά τα αντιδραστικά δεν τα θέλω στο σπίτι μου. Δεν ξέρω τι μαθαίνεις με αυτή την ομάδα των αλητήριων που συναναστρέφεσαι, αλλά εδώ μέσα θα σέβεσαι τους κανόνες μου. Και τώρα γρήγορα πήγαινε να καθαρίσεις τη ζημιά που έκανες!»

Σα φοβισμένο σκυλί ο Ζεράρ έφερε πανιά και χαρτιά και άρχισε να μαζεύει κάτω από το αγριεμένο βλέμμα του μπαμπά. Όταν όλα τελείωσαν και πήγαν στη θέση τους, γύρισε στο σαλόνι. Βρήκε τον πατέρα του να κάθεται πολυθρόνα του. Δίπλα σε ένα πιάτο βρισκόταν τα αγαπημένα του μπισκότα και πιο δίπλα πάνω στην καρέκλα ένα μεγάλο πακέτο.

«Εγώ δεν θα στα έδινα» είπε δείχνοντας το πακέτο και τα μπισκότα «άλλα η γιαγιά σου, η μητέρα μου, αυτή η παράξενη που έλεγες πριν ήταν κατηγορηματική. Πριν το επόμενο ταξίδι έπρεπε να τα πάρεις.»

Πήρε από το τραπεζάκι το βιβλίο του, που πάντα διάβαζε και ποτέ δεν τελείωνε, έριξε ακόμα μια ματιά στο γιο του και έφυγε.

Ο Ζεράρ έμεινε να κοιτάει, δεν ήξερε τι να κάνει. Να χιμήξει στα μπισκότα, που τα λάτρευε, ή να ανοίξει το πακέτο;

Τελικά πήγε στο πακέτο και με βιασύνη άρχισε να σκίζει το περιτύλιγμα. Μετά από πολύ κόπο είχε στα χέρια του ένα μεγάλο πολύχρωμο χαρταετό, σαν εκείνους που έβλεπε να ταξιδεύουν στον ουρανό όλο τον καιρό που βρισκόταν στο μικρό εκείνο χωρίο. Πάντα τους χάζευε με λαχτάρα και ήθελε να μάθει ποιοι τους είχαν και πως μπορούσε να πάρει ένα, αλλά ο μπαμπάς δεν ήξερε. Ή έτσι έλεγε και η γιαγιά πάντα απαντούσε με εκείνα τα παράξενο λόγια «Στις 7, το 7 θα φυσήξει το βοριά, θα σηκώσει τα πανιά και θα φύγεις μακριά»

Πάνω στο χαρταετό βρήκε ένα από εκείνα τα βραχιόλια από πράσινο σχοινάκι με εκείνα τα κόκκινα ανθάκια και στο κέντρο τυλιγμένο ένα χαρτάκι.

Χωρίς να αφήσει τον χαρταετό, άνοιξε το χαρτί. Με όμορφα στρογγυλά γράμματα, σαν εκείνα που έκανε η γιαγιά του όταν την έβρισκε πάνω από εκείνο το μεγάλο γκρίζο της βιβλίο.

«Ο Ζεράρ μου έγινε παλικαράκι, ώρα για το δικό του το δωράκι.

Φέτος θα είσαι κι εσύ μαζί με τους άλλους, τους μικρούς και τους μεγάλους.

Και όταν μεγαλώσεις κι άλλο, το μυστικό θα μάθεις το μεγάλο.

Η γιαγιά σου»

Αυτή τη φορά τα κουλουράκια ήταν πιο γλυκά, η αναμονή πιο ευχάριστη και μέτραγε πια με αγωνία τις ώρες και τις μέρες για να πάει στο χωριό.

Ένας νέος Περλιέ φτάνει πλέον στον τόπο του.

Η Μαγεία της γραφής
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε