
Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στην άκρη ενός δάσους μια γριά . Κανείς δεν την θυμόταν νέα και ούτε το όνομα της μπορούσε κανείς να θυμηθεί. Γι'αυτό όλοι την έλεγαν απλά Γιαγιά.
Η Γιαγιά έμενα στο καλυβάκι της με μόνη συντροφιά έναν καφέ χοντρό γάτο που όλο τριγυρνούσε στα πόδια της και μια κουκουβάγια καθισμένη μόνιμα στο δέντρο της αυλής.
Κοντά στο δάσος ήταν το βασίλειο του Σκληρόκαρδου, οι κάτοικοι του ήταν δυστυχισμένοι γιατί ο Βασιλιάς τους φρόντιζε μόνο την καλοπέραση του και κάθε τόσο έστελνε του στρατιώτες του με τις μαύρες πανοπλίες να μαζέψουν φόρους. Από χρήματα μέχρι ζώα και σπαρτά, έπαιρναν ότι ήθελαν και κανείς δεν μπορούσε να τους εμποδίσει. Τι και αν έστελναν αντιπροσώπους να παρακαλέσουν, να ικετέψουν τον Βασιλιά να τους λυπηθεί. Καμιά κουβέντα, όσο ζεστή κι αν ήταν , δεν μπόρεσε να μαλακώσει τη σκληρή του καρδιά. Και ο λαός υπέφερε.
Η μόνη μέρα που μπορούσαν να ξεχάσουν τις στενοχώριες τους και να διασκεδάσουν ήταν στην γιορτή της αστροφεγγιάς. Όταν έφτανε εκείνο το βράδυ στους δρόμους ξεχυνόταν ο κόσμος, τραγουδούσε, γελούσε, έπινε και έτρωγε και τα γέλια τους έφταναν μέχρι την άκρη του δάσους. Η Γιαγιά άφηνε ανοιχτό το παράθυρο και διασκέδαζε κι αυτή παρέα με την δική της συντροφιά.

Αυτό όμως φαίνεται πως δεν άρεσε στον Βασιλιά Σκληρόκαρδο τον Νεότερο και έτσι λίγες μέρες πριν τη γιορτή της επόμενης χρονιάς γέμισε το Βασίλειο με ντελάληδες που έλεγαν:
«Προσοχή, προσοχή
Τρανή διαταγή!
Ο Βασιλιάς ορίζει
διατάζει και αποφασίζει.
Τούτη τη χρονιά
να μην γιορτάσει κανείς με την αστροφεγγιά!
Όποιος το νόμο του πατήσει,
στη φυλακή για πάντα θε να ζήσει!
Προσοχή, προσοχή!!»
Το νέο έπεσε βαρύ στο Βασίλειο και σκοτείνιασε τις καρδιές των ανθρώπων. Πολλοί από φόβο και μόνο αποφάσισαν να τηρήσουν την διαταγή. Οι νέοι όμως ούτε να το ακούσουν!
Και έτσι το βράδυ εκείνο βγήκαν και έστησαν τον τρελό χορό τους. Τα γέλια έφτασαν στο παλάτι και ο Βασιλιάς έγινε έξω φρενών. Έστειλε το στρατό του και τους συνέλαβε όλους. Σε λίγες στιγμές τα γέλια και τα τραγούδια έγιναν κλάματα και σπαραγμοί.
Η Γιαγιά μάταια περίμενε να ακούσει τα τραγούδια. Κι όταν στα αυτιά της έφτασε σπαραχτικό κλάμα σκυθρώπιασε. Χάιδεψε το γάτο της και φώναξε στην κουκουβάγια:
-Σύρε Νυχτοταξιδιώτη, πέτα σαν τον αέρα. Δες τι έκανε την πόλη να θρηνεί και γύρνα να μου πεις.
Η κουκουβάγια πέταξε, ταξίδεψε και άκουσε το θρήνο και το παράπονο των ανθρώπων. Γύρισε και με φωνή ανθρώπινη είπε τα καθέκαστα στη γριά. Το μόνιμο χαρούμενο πρόσωπο της σκλήρυνε και τα μάτια της φλογίστηκαν. Γύρισε το τσουκάλι της που έβραζε πάνω στο αναμμένο τζάκι.
«Καλύβα, καλυβάκι. Στέρεο μικρό μου παλατάκι. Σήκω ψηλά, προχώρα ευθεία, στου Βασιλιά να πάμε την πλούσια οικία!»
Λες και τα λόγια ήταν εντολές, πόδια σαν όρνιθας έβγαλε η καλύβα δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, έφτασε στην πόλη.
Τρόμος έπεσε και όλοι έτρεξαν να κρυφτούν. Κανείς όμως δεν έπαθε κάτι , λες και η καλύβα είχε μάτια και έβλεπε.
Στο παλάτι σήμανε συναγερμός. Στρατός παρατάχτηκε μπροστά στην παράξενη απειλή.
Το καλύβι έφτασε και στάθηκε όρθιο στου παλατιού την πύλη και η γριά σαν άνεμος βρέθηκε δίπλα στον ξαφνιασμένο Βασιλιά. Τράβηξε εκείνος το σπαθί του να την χτυπήσει και τότε ο τεμπέλης γάτος έγινε άγριο λιοντάρι θυμωμένο που βρυχήθηκε με ορμή. Ούτε σπαθί ούτε θάρρος έμεινε στον Βασιλιά.
-Ποια είσαι; Τι θες; Να με σκοτώσεις; Σφετερίστρια είσαι ή μήπως η Κόλαση σε στέλνει να με πάρεις;
-Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Το δίκιο θέλω και το σωστό. Άσε τους ανθρώπους ήσυχους και γίνε άνθρωπος κι εσύ, αλλιώς μαύρο φίδι που σε έφαγε. Η γιορτή είναι παλιά και ιερή. Μην τα βάζεις με κάτι που σε ξεπερνά, Σκληρόκαρδε μου Βασιλιά.
Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και για ώρα έμεινε σαν άγαλμα. Κανείς δεν έμαθε τη είδε και τι έγινε. Όταν όμως η καλύβα έφυγε τσούρμο νέοι ελευθερώθηκαν και σε πανηγύρι ξέσπασαν.
Από τότε ο Βασιλιάς μετρίασε τους φόρους και όχι μόνο δεν έκοψε καμιά γιορτή, άρχισε να συμμετέχει και αυτός.
Αν δείτε τη Γιαγιά ποτέ, ζητήστε να σας πει την ιστορία. Την ξέρει καλύτερα, πιστέψτε με!