Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΦΥΛΑΚΑ
Άγγιξε με τα χέρια του την επιφάνεια και ανατρίχιασε. Ήταν κρύα. Όταν όμως τα βύθισε μέσα της, ένιωσε τη ζέστη σαν κύμα από μικροσκοπικά ζωύφια να του κυριεύει το χέρι από τα ακροδάχτυλα έως τον καρπό και ύστερα σιγά σιγά να φτάνει έως την ψυχή του. Χαμογέλασε και κοίταξε μέσα από το φακό προς το ήλιο που έδυε.
Η ώρα πλησίαζε. Σήμερα οι καρποί τόσων χρόνων θα έπρεπε να ανταμειφτούν.
Ήταν σαν σήμερα πριν από δέκα χρόνια όταν έλαβε την πρόσκληση να παραβρεθεί ενώπιων των Τάουνσεντ και Χάρτ για την ανάγνωση της διαθήκης ενός εκλιπόντος θειου του. Δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ αλλά είχε ακούσει πολλές ιστορίες για τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες του αλλά και για την μεγάλη του περιουσία. Όλοι παρά τα όσα λέγανε για αυτόν περίμεναν πως και πώς να πεθάνει για να δουν τι θα μπορέσουν να ροκανίσουν από την αμύθητη περιουσία του.
Στον Άντονι έπεσε ο κλήρος όμως, ήταν αυτός που κληρονόμησε την έπαυλη του θείου με ότι περιείχε χωρίς καμιά εξαίρεση. Ο μόνος όρος ήταν να μην πουλήσει τίποτα και να μείνει στο σπίτι εκείνο για δέκα τουλάχιστον χρόνια. Άλλο που δεν ήθελε, από το νοικιασμένο μικρό δώμα να βρεθεί ξαφνικά σε μια έπαυλη.
Εντύπωση του έκαναν τις πρώτες μέρες της εξερεύνησης η συλλογή των παλιών όπλων, που είχε κρεμασμένα σε τοίχους και μέσα σε γυάλινες προθήκες, καθώς και μια πόρτα που παρέμενε κλειδωμένη. Όσο και αν έψαξα δεν μπόρεσε να βρει το κλειδί και δυο επαγγελματίες κλειδαράδες που κάλεσε σήκωσαν τα χέρια ψηλά.
Και εκεί που το είχε πάρει απόφαση ότι ποτέ δεν θα μάθαινε τι υπήρχε πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, η επίσκεψη ενός εκ των δυο συμβολαιογράφων του έφερε νέα δεδομένα. Μια σφραγισμένη επιστολή με βουλοκέρι και ένα μεταλλικό κουτί που έπρεπε να παραδοθούν και να ανοιχτούν ένα μήνα μετά την εγκατάσταση του νέου ιδιοκτήτη καθόταν τώρα πάνω στο δρύινο γραφείο και περίμεναν να ανοιχτούν.
«Αγαπημένε μου κληρονόμε,
Λυπάμαι που το δώρο μου δεν είναι τόσο απλό όσο θα περίμενες. Είναι μεγαλόπρεπο, δεν λέω, κρύβει όμως ευθύνες. Και έπρεπε να σιγουρευτώ ότι ο αποδέκτης θα κρατούσε το λόγο του και θα έμενε στην οικία μου προτού προβώ σε αυτή την αποκάλυψη. Τα υπόγεια στα οποία οδηγεί η κλειδωμένη πόρτα κρύβουν ένα βαρύ μυστικό, κληρονομιά της οικογένειας από αιώνες που το βάρος του τώρα πέφτει στους δικούς σου ώμους. Το κλειδί οδηγεί σε ένα μυστικό καταφύγιο/ φρούριο / φυλακή μέσα στο οποίο βρίσκεται το τέρας που ο προπροπάππους μου κατάφερε να αιχμαλωτίσει. Βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας αλλά σε λίγα χρόνια οι άμυνες θα αρχίσουν πάλι να πέφτουν. Πρέπει εσύ να μείνεις άγρυπνος φρουρός μήπως αυτό συμβεί νωρίτερα και στο διάστημα αυτό πρέπει να ακολουθήσεις τις εντολές που εσωκλείονται μαζί με το κλειδί στο κουτί που έχεις μπροστά σου.
Δεν είμαι τρελός, αν θες να πειστείς κατέβα κάτω και δες με τα ίδια σου τα μάτια το τέρας να αναπαύεται στην υγρή φυλακή του. Δεν πρέπει ποτέ να ξυπνήσει, γιατί μαζί του θα ξυπνήσουν οι δυνάμεις του σκότους!
Έσω γενναίος, στάσου στο ύψος των περιστάσεων , μην προδώσεις την κληρονομιά σου.
Ο θείος σου,
Αβραάμ Βαν Χέλσινγκ»
Νόμιζε ότι κάποιος του έκανε φάρσα, αλλά η περιέργεια του τον έκανε να το ελέγξει. Το κλειδί ταίριαξε και σε λίγο μπροστά του, πίσω από μια λεία επιφάνεια, βρισκόταν ένα αποστεωμένο πλάσμα με εκτεθειμένους του μεγάλους του κυνόδοντες και ντυμένος με ρούχα ευγενή μιας άλλης εποχής. Τα πόδια του λύθηκαν και αφού έβγαλε το περιεχόμενο του στομαχιού του και άδειασε ψυγείο και κάβα για να συνέλθει προσπάθησε να δει τι θα κάνει. Η περιουσία μεγάλη, αλλά ο κίνδυνος μεγαλύτερος.
Του πήρε σχεδόν τρεις μήνες να πάρει κουράγιο και να αποφασίσει να ακολουθήσει τις οδηγίες του θείου. Περνούσε νύχτες ξάγρυπνος και κοιμόταν τις ημέρες, αυτό όμως τον βοήθησε να βγάλει απίστευτα ωραίες φωτογραφίες. Ήταν το επάγγελμα του και προσπαθούσε να κάνει μια δική του έκθεση όταν ήρθε η κληρονομιά. Τώρα η νυχτερινή ζωή της υπαίθρου και οι σκοτεινές γωνιές της έπαυλης του έδωσαν το υλικό που ήθελε. Είχε την ελπίδα πως θα πήγαιναν όλα καλά, να τη βγάλει καθαρή για να μπορέσει να εκθέσει όλα όσα έβγαζε.
Ευτυχώς όλο εκείνο τον καιρό δεν έγινε τίποτα. Το πλάσμα έμενε ασάλευτο σε εκείνη την παράξενη φυλακή. Πολλές φορές θέλησε να την αγγίξει, αλλά δεν το έκανε. Μόνο την τελευταία νύχτα έπρεπε να το κάνει για να σφραγίσει με το αίμα του για άλλα εκατό χρόνια το πλάσμα εκεί μέσα.
Και να που ο καιρός ήρθε. Από το φακό που είχε βάλει στο παράθυρο είδε τον ήλιο να δύει. Πήρε θάρρος και πλησίασε.
Έκοψε το δάχτυλο του με το τελετουργικό μαχαίρι, έπλυνε την πληγή με νερό φερμένο από τον Ιορδάνη ποταμό με ειδική παραγγελία ( και απίστευτό κόστος) και άπλωσε το χέρι του πάνω στη λεία επιφάνεια.