Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Αν κάτι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή του Ορφέα, αυτό ήταν η μουσική. Από παιχνίδι της Μοίρας ή αποφάσεις παρμένες από παππούδες και προπαππούδες η οικογένεια του είχε μια σχέση λατρείας με τη μουσική. Ήταν τόσο ισχυρή αυτή η σχέση που τα ονόματα τους ήταν διαλεγμένα ένα και ένα από τη γιαγιά Καλλιόπη, την γηραιότερη της οικογένειας.
Ο πατέρας του, που στα νιάτα του ήταν ένας ψηλός κατάξανθος νέος, λεγόταν Απόλλωνας. Κι ενώ στην αρχή αγαπούσε μια Κατερίνα, έτσι είχε μάθει κρυφακούγοντας ένα βράδυ, κατέληξε να παντρευτεί την Αρμονία. Από το γάμο τους προέκυψε εκείνος ως πρωτότοκος και η γιαγιά όρθωσε το ανάστημα της για να του δοθεί το όνομα που τελικά πήρε. Αν μπορούσαν ας έκαναν κι αλλιώς. Ήταν η αρχηγός των Μουσουργών και ιδιοκτήτρια τριών ωδείων και μια βιομηχανίας κατασκευής μουσικών οργάνων που διεύθυνε ο θείος Σεβαστιανός.
Αν και μεγαλωμένος σε μια τέτοια οικογένεια, εκείνος ένιωθε σαν να είχε μόνιμα πάνω του ένα βαρύ βράχο που του έκοβε την ανάσα. Έκανε μαθήματα σε ένα από τα ωδεία, αλλά μετά βίας κατάφερε να μάθει να παίζει βιολί και αυτό γιατί κάποια μουσικά κομμάτια που έπαιζε τον έκαναν να ταξιδεύει.
Αυτό ήθελε από μικρός ο Ορφέας. Να γυρίσει τον κόσμο, να γίνει ναυτικός. Αλλά ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε όταν τόλμησε να εκφράσει τις σκέψεις του σε ένα οικογενειακό τραπέζι. Η γιαγιά Καλλιόπη χτύπησε το μπαστούνι της στο τραπέζι και όλοι πάγωσαν.
«Είσαι ένας Μουσουργός! Είναι προσβολή για του προγόνους σου να αφήσεις αυτό το δρόμο και να πάρεις τους δρόμους. Τι θα κερδίσεις ταξιδεύοντας που δεν μπορείς να κερδίσεις με τη μουσική; Μέσα της ταξιδεύεις σε κόσμους μαγικούς και ονειρεμένους. Τέτοια ταξίδια δεν θα καταφέρεις ποτέ όσα πλοία και αεροπλάνα και να πάρεις. Η μουσική έχει μαγεία! Μπορείς να κάνεις θαυμαστά πράγματα και εσύ θες να τα παρατήσεις για να κάνεις τον Καββαδία στο Σταυρό του Νότου; Αποκλείεται! Πάνω από το πτώμα μου!»
Πολύ τον πίκραναν τα λόγια της γιαγιάς του που ούτε οι δίδυμες αδελφές του, Αντόνια και Λουτσία, δεν μπόρεσαν να του φτιάξουν τη διάθεση.
Πέρασε μέρες κλεισμένος στο δωμάτιο του γεμάτος μαύρες σκέψεις. Ανάμεσα τους κλωθογύριζαν τα λόγια της γιαγιάς για τη μαγεία της μουσικής. Και τότε θυμήθηκε τον Ταρτίνι! Έψαξε τις σημειώσεις και θυμήθηκε την περίφημη τρίλια του που λεγόταν ότι του την είχε μάθει ο Διάβολος στον ύπνο του. Κι αν προσπαθούσε να την χρησιμοποιήσει για να τον καλέσει; Αν η γιαγιά είχε δίκιο και η μουσική είχε μαγεία θα τα κατάφερνε.
Στρώθηκε στην πρακτική με το βιολί του και κούρασε απίστευτα τα δάχτυλα του. Ένα βράδυ πήρε την παρτιτούρα που είχε τροποποιήσει με βάση τις πληροφορίες και τις σημειώσεις που βρήκε σε μουσικά φόρουμ και βρέθηκε στην άδεια αίθουσα των Μουσών, το καμάρι της οικογένειας. Λεγόταν ότι το είχε χτίσει ο πατέρας της γιαγιάς για να γίνονται μεγάλες και επίσημες εκδηλώσεις και είχε πιο καλύτερη ακουστική ακόμα και από το θέατρο της Επιδαύρου.
Με θάρρος έστησε την παρτιτούρα άναψε λίγα κεριά και άρχισε να παίζει.
Οι νότες πετούσαν και απλωνόταν στο χώρο σαν πυγολαμπίδες που καλούν το ταίρι τους στην σκοτεινιά της νύχτας. Ο Ορφέας έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο παίξιμο. Είχε βάλει όλο του το είναι και έλπιζε να καταφέρει κάτι.
Χαμένους στους μαγικούς ήχους του βιολιού του άργησε να καταλάβει ότι ένα ακόμα βιολί συνόδευε το δικό του. Χωρίς να σταματήσει άνοιξε τα μάτια του. Μέσα στο σκοτάδι της σκηνής διέκρινε μια φιγούρα όρθια να παίζει και αυτή. Το ντουέτο πήγαινε συγχρονισμένα και όσο πλησίαζαν στην κορύφωση ένιωσε ένα κάψιμο στο λαιμό. Σαν ο καπνός από τα κεριά να έμπαινε στα ρουθούνια του και να τον έκανε να νιώθει δυσάρεστα.
Τη στιγμή εκείνη κατάλαβε το λάθος που έκανε.
Το κακό που θα προκαλούσε στον εαυτό του και στα αγαπημένα του πρόσωπα από ένα καπρίτσιο.
Στην τελική θα μπορούσε απλά να φύγει. Να μην πληγωθεί κανείς.
Έκανε να σταματήσει, αλλά τα χέρια του συνέχιζαν να παίζουν. Ο ρυθμός όμως ήταν άλλος, πιο εύθυμος, πιο χαρούμενος.
Παραξενεύτηκε. Τότε κάπου στο στήθος της φιγούρας γυάλισε ένα ασημένιο κλειδί του σολ. Μόνο ένας φορούσε κάτι τέτοιο. Η Γιαγιά Καλλιόπη.
Όταν η νύχτα πέρασε και βρέθηκε κάθιδρος στα γόνατα να κοιτάει το αυστηρό βλέμμα της γιαγιάς του, εκείνη του χαμογέλασε.
«Στο είπα, η μουσική μας είναι μαγική. Για να φτάσεις εδώ σημαίνει ότι ποθείς πολύ τούτη την ελευθερία. Πήγαινε λοιπόν, αλλά να ξέρεις ότι η θέση σου θα είναι πάντα εδώ. Είσαι ένας Μουσουργός και τίποτα δεν θα το αλλάξει».