Η ΠΑΡΕΑ ΣΤΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ
-Αν δεν ακούς τους φίλους σου, αυτά παθαίνεις. Και το έπαιζες και έξυπνος!
-Δεν το έπαιζα. Είμαι έξυπνος! Σε σχέση με σας τσακάλια μου , είμαι ο Αϊνστάιν!
-Δεν ξέραμε να μας γίνει το κεφάλι κολοκύθα για να γίνουμε ξύπνιοι και να μας πιάνει κορόιδο μια αλεπού.
Εδώ και μέρες ήταν το μόνιμο θέμα συζήτησης, τις ώρες τις κρασοκατάνυξης και των σοβαρών θεμάτων. Η παρέα πάντα στο ίδιο μέρος, τη μικρή γκαρσονιέρα του Φώτη στην ταράτσα της οδού Παυσανία, μέσα ή έξω στο μπαλκόνι έδινε το καθιερωμένο ραντεβού τις μικρές ώρες για να συναντηθεί και να ηρεμήσει. Και εκεί πάντα γινόταν οι σοβαρές συζητήσεις. Τέσσερα παιδιά, φίλοι από τα μπουσουλίματα τους, γειτονόπουλα στην αρχή αλλά μαζί για όλα και σε όλα είχαν ξεπεράσει πολλές αναποδιές και συνέχιζαν μαζί. Μπορεί κάποιοι να μην ήταν διαθέσιμοι 24 ώρες το 24ωρο, αλλά το ραντεβού ήταν πάντα ομόφωνο και η απόφαση αμετάκλητη. Όρκος βαρύς και απαράβατος, μια μέρα τη βδομάδα όλοι στο καταφύγιο τους, έτσι έλεγαν το μικρό σπίτι που στέγαζε εκείνες τις συναντήσεις της παρέας.
Έτσι όπως κάθε φορά ήταν όλοι εκεί. Ο Φώτης, ο Σάββας, ο Νικόλας και ο Γρηγόρης ο γρήγορος. Μέσα σε εκείνο το σπίτι καρδιές είχαν ανοίξει, προβλήματα δημιουργήθηκαν ή βρήκαν τη λύση τους και γέλια δυνατά χάλασαν την ησυχία πολλών στη γειτονιά.
Τώρα το θέμα το είχε ο Νικόλας, που καμωνόταν τον πιο έξυπνο. Δεν έχανε στιγμή από το να διορθώσει και να κριτικάρει τις πράξεις και τα λεγόμενα των φίλων του, πάντα όμως για καλό και με τρόπο που δεν σήκωνε παρεξήγηση. Οι άλλοι όμως ευκαιρία έψαχναν για να τον πικάρουν, να τον βάλουν έστω και για λίγο στη θέση του. και η ευκαιρία αυτή τη φορά είχε όνομα, Νανά.
Η αιθέρια ύπαρξη, κόρη του συνεταίρου του πατέρα του, μπήκε στη ζωή του και την αναστάτωσε. Ένα γελάκι εδώ, μια γλυκιά ματιά πιο μετά, τυχαίες συναντήσεις σε μαγαζιά και στη δουλειά όταν ερχόταν να δει τον πατέρα της, όλα μαζί έκαναν τον Νικόλα να αλλάξει γραμμή πλεύσης. Ενώ είχε δηλώσει στον πατέρα του ότι δεν θα τον διαδεχόταν στην δουλειά και ετοιμαζόταν μανιωδώς για να δώσει στη σχολή εμποροπλοιάρχων, η άφιξη της Νανάς στη ζωή του έφερε τα πάνω κάτω. Πάει και η σχολή, πάνε και τα διαβάσματα. Που τον έχανες που τον έβρισκες συνέχεις στο γραφείο, πλέον πήρε και δικό του πόστο και δήλωσε επίσημα ότι θα πάει να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο για να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις στο αντικείμενο.
-Αν θες εδώ, στον Φωτάκη. Θα σου κάνει το πιο καλό σεμινάριο πάνω στο δάγκωμα της λαμαρίνας. Και στις συνέπειες της οξείας καψουρίτιδας που στο τέλος θα πάρεις και μάστερ.
-Χαχα, γελάσαμε. Κακό είναι που θέλω να ξέρω παραπάνω για το αντικείμενο που με ενδιαφέρει;
-Και κάνουν σεμινάριο για τη Νανά εκεί που θα πάς; Που είναι βρε να πάμε κι εμείς!
-Όλο βλακείες είστε. Πείτε ρε σεις σοβαρά τώρα! Γι' αυτό σας μάζεψα εδώ σήμερα. Τι να κάνω;
Ο Σάββας που τόση ώρα δεν μιλούσε έσβησε το πουράκι του σε μια από τις γλάστρες που όλο έλεγαν θα φυτέψουν αλλά μόνο με το χώμα έμεναν, φύσηξε τον τελευταίο καπνό και τους κοίταξε.
-Να κάνεις ότι εσύ νιώθεις σωστό. Για σένα όμως σωστό όχι για την Νανά και την όποια Νανά. Αυτή μέχρι και το μουστάκι σου θα σε βάλει να ξυρίσεις. Θα το κάνεις; Και αν μετά δεν τα βρείτε; Η αν τα βρείτε για λίγο; Μετά τι; Θα σου φύγει η χαρά θα σου μείνει το σαράκι. Αν θες να κάτσεις εδώ κάτσε, αλλά να γίνει για σένα και μόνο. Τότε όλοι θα είμαστε μαζί σου. Αλλά σε τρέλες του έρωτα δεν θα σε στηρίξω.
Ο ένας μετά τον άλλο συμφώνησαν με τον Σάββα. Ο Νικόλας έμεινε σιωπηλός να τους κοιτάει. Γέμισε το ποτήρι, το ήπιε μονορούφι και το ξαναγέμισε.
-Αν δεν είχα κι εσάς , τι θα έκανα;
-Μαλακίες ως συνήθως!
Ξεκαρδίστηκαν όλοι στα γέλια, με τα πειράγματα άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν. Ότι και αν ξημέρωνε η μέρα αύριο ένα ήταν σίγουρο. Αυτή η παρέα δεν θα χώριζε ποτέ και για καμιά!