
ΚΑΗΜΟΙ ΣΤΑ ΑΜΠΑΡΙΑ
"Είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια!»
-Άμα έρθω εκεί θα σου δείξω πόσο βαριά είναι τα ξένα χέρια! Άντε άλλαξε κασέτα!
-Τι σε πείραξε ρε αφεντικό το τραγούδι; Χαρά και εργασία δεν λένε;
-Με αυτά που ακούς που την είδες τη χαρά;
Δε φτάνει που μου έτυχε δουλειά σε αυτό το σαπιοκάραβο, που όλο και κάτι θα χαλάει, έπρεπε να έχω και τον Καζαντζίδη μαζί μου;
Δε λέω καλό παιδί και πιάνουν τα χέρια του, ότι χρειάζεται ένας μηχανικός είναι ένα καλό βοηθό, αλλά αυτά τα τραγούδια του δεν υποφέρονται. Να έχεις να βρεις λύση για να πάει τούτο το σαράβαλο και να γυρίσει με το καλό, να χεις και τούτο να τραγουδάει για την ξενιτιά και το πικρό της το ψωμί.
Τι φταίει και αυτός θα μου πεις. Παιδί μεταναστών που έφαγαν τη Γερμανία με το κουτάλι, μεγάλωσε με ένα παράπονο και θλιμμένες ιστορίες από τους γονείς του. Τόσο τον ψυχοπλάκωσαν που του άφησαν πρόβλημα. Δεν υπάρχει ταξίδι που να μην μας μαυρίζει την ψυχή με τη συλλογή από τα «τραγούδια της ξενιτιάς» αρχικά σε κασέτα και τώρα που εκσυγχρονίστηκε και σε MP3.
Να πρέπει να τρέξεις από τη μια γωνιά στην άλλη για να ρυθμίσεις τις πιέσεις και να διορθώσεις τις διαρροές, να ετοιμάσεις ένα σωρό χαρτούρα για τον καπετάνιο και το γραφείο, που πάλι στο ντούκου θα περάσει όπως και παλιότερα, να χεις και τον Καζαντζίδη να σιγοντάρει από πίσω:

«Στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν και κλαίνε οι μάνες μοναχές»
-Κουνήσου ρε γρουσούζη από τη θέση σου! Κλείστο μη στο σπάσω!
-Γιατί ρε μάστορα; Τι στου φταιξε;
-Μου μαυρίζει την ψυχή ρε Γιώργη! Άντε να τελειώσουμε αυτή τη ριμάδα την κρουαζιέρα να πάμε σπίτια μας και να ηρεμήσω!
-Θες να σου πω τίποτα άλλο; Να σου φτιάξω το κέφι;
-Να κάνεις τη δουλειά σου και να μην μιλάς, μπορείς;
-Μπορώ! Αλλά...
-Δεν έχει αλλά! Άχνα μέχρι να δέσουμε! ΟΚ;
-Μα...μα...
-Τι έγινε ρε Γιώργη; Τι έπαθες;
-Εδώ η βελόνα κόλλησε! Πηγαινοέρχεται σαν τρελή!
Πετάχτηκα προς το μέρος του και δυστυχώς είχε δίκιο. Μέχρι να διορθώσουμε τη ζημιά, μια από τις πολλές που μας βρήκαν αλλά η πιο επικίνδυνη, ίδρωσα δέκα φορές.
Κατάκοποι βγήκαμε στο κατάστρωμα. Μια παρέα τραγουδούσε και γελούσε λίγο πιο πάνω, αν ήξεραν από τη γλύτωσαν θα τους κοβόταν τα γέλια.
-Είσαι μάστορας αφεντικό! Σε χαίρομαι. Άντε θα σου πω ένα τραγουδάκι να σου φτιάξω το κέφι.
Πήγα να τον σταματήσω, αλλά όταν κατάλαβα ποιο έλεγε όχι μόνο τον άφησα αλλά σιγόνταρα κι εγώ.
«Σαλπάρει το καράβι απαλά,
και μας πάει μακριά
στην Μπαρμπαριά!!»