ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
«Αγαπητέ μου φίλε,
Μπορεί να μην έχουμε γνωριστεί, αλλά εγώ γνωρίζω ήδη πολλά για εσένα. Στον άνθρωπο, για μένα, μιλάνε πιο πολύ οι πράξεις και όχι τα λόγια. Και οι δικές σου μου τράβηξαν ευχάριστα την προσοχή. Με αυτή μου την επιστολή θέλω να σου συστηθώ και να σου κάνω μια ενδιαφέρουσα πρόταση.
Ονομάζομαι Μαξιμίλιαν Πέγκασους και διευθύνω μια από τις πιο μεγάλες εταιρίες ψηφιακών παιχνιδιών στον κόσμο. Λόγω υποχρεώσεων και ακατάπαυστης δουλειάς παραμέλησα τόσο την προσωπική μου ζωή, που τώρα που έχω φτάσει στο τέλος διαπιστώνω ότι δεν θα υπάρξει κάποιος να μεταφέρω όλα αυτά που τόσα χρόνια δημιούργησα. Έβαλα λοιπόν τους πράκτορες μου να βρουν τους κατάλληλους υποψήφιους, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω τίποτα πέρα από όσα δικαιούνται σε κανένα από τους συνεταίρους και τους μετόχους που περιμένουν σαν γύπες το τέλος μου για να τσιμπήσουν ένα κομμάτι.
Οι έρευνες οδήγησαν στον παραλήπτη αυτής της επιστολής. Αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο. Αν θέλεις να λάβεις όλα όσα θα σου δώσω, θα σε περιμένω μέχρι το τέλος του Αυγούστου, την νύχτα με την μεγάλη πανσέληνο, στο μεγάλο παλάτσο του Μαγίστρου, στη Ρόδο. Θέλω να δω τη θέληση σου και το πόσο είσαι αποφασισμένος να αλλάξεις τη ζωή σου. Γι 'αυτό εκτός από αυτή την πρόσκληση δεν θα λάβεις καμιά βοήθεια.
Βρες τον τρόπο, κυνήγησε το όνειρο και η ανταμοιβή σου θα σε περιμένει στο τέλος του ταξιδιού.
Μετά τιμής,
Μ.Π»
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το γράμμα. Ποιος να μου έκανε τέτοια πλάκα σκέφτηκα στην αρχή, δε με άφηναν στη σκασίλα μου. Καλοκαιριάτικα έμεινα άνεργος να κοιτάω τα ντουβάρια της οικοδομής και να περιφέρομαι σαν φαντάρος που έμεινε μόνος να φυλάει ένα ολόκληρο στρατόπεδο.
Όταν όμως σιγουρεύτηκα ότι δεν ήταν φάρσα άρχισα να το σκέφτομαι. Έψαξα σε ένα από τα λιγοστά ιντερνέτ καφέ για του συγκεκριμένο άτομο και τότε πλέον σιγουρεύτηκα. Αλλά πως πας στη Ρόδο; Ιδού η απορία.
Με άδειο πορτοφόλι και με όλους τους γνωστούς φευγάτους, πήγα να σκάσω. Έτρεξα, παρακάλεσα, κλάφτηκα, μέχρι και μια συγχωρεμένη θεία μου ξαναπέθανα για να καταφέρω να μαζέψω ένα μικροποσό μόνο και μόνο για το εισιτήριο και αυτό όμως για μια ημερομηνία δυο βδομάδες πριν τη συνάντηση. Από το τίποτα καλό ήταν και αυτό.
Μάζεψα μια βαλίτσα, πολύ υπομονή και παστώθηκα με ένα μάτσο τουρίστες στο κατάστρωμα του πλοίου. Έκανα και γνωριμίες όμως, σε αυτό ήμουν τυχερός. Ο διπλανός μου ήταν τακτικός στο νησί και ήξερε άτομα και καταστάσεις. Όταν του είπα το δράμα μου, παραλείποντας το κομμάτι του πλούσιου επιχειρηματία, ο Χέκτορ, Ισπανός από το Τολέδο, προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει στο κτήμα που νοίκιαζε κάθε χρόνο κι εγώ σαν αντάλλαγμα θα τον βοηθούσα σε ότι δουλειές χρειαζόταν.
Ξεχορταριάσαμε, τσαπίσαμε, βάψαμε, σοβαντίσαμε και ήπιαμε του σκασμού με τον Χέκτορ όσες μέρες έμεινα στο σπίτι του. Αλλά τρεις μέρες πριν τη συνάντηση μου ανακοίνωσε ότι φύγει για μια κρουαζιέρα και θα έπρεπε να αφήσω κι εγώ το όμορφο μικρό δωματιάκι που μύριζε βασιλικό. Δεν με άφησε όμως παραπονεμένο. Μίλησε στην Ελπίδα, μια μεσόκοπη κυρία που είχε ταβέρνα στη χώρα. Και να σου ο δικός σου γκαρσονάκι να ξεποδαριάζομαι για ένα εικοσάρι και ένα ράντζο στην αποθήκη με τις μπύρες.
Δεν παραπονέθηκα , όπως δεν κάνω ποτέ. Υπομένω και περιμένω. Ελπίζω σήμερα το βράδυ, που όλος ο κόσμος θα χαζεύει τη τελευταία πανσέληνο του καλοκαιριού, να βρω την τύχη μου εκεί που μου υποσχέθηκε ο μυστηριώδης αποστολέας και από αύριο το πρωί να αλλάξει η ζωή μου.