ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ… ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ
Ξυπνάω με φωνές, γιατί άρχισες χωρίς εμένα καρναβάλι...
Τι τραγούδι κι αυτό, προφητικό θα το έλεγα. Το άκουσα σκαλίζοντας τα παλιά μου ΜΡ3 που λόγω της εξέλιξης παραμελήθηκαν. Κακώς φυσικά αλλά κάθε βήμα που κάνουμε με την χρήση της τεχνολογίας μας βάζει πίσω σε άλλους τομείς.
Και να μια εδώ, την τελευταία Κυριακή πριν αρχίσει η νηστεία. Πότε ήταν που την λέγαμε Κυριακή της Αποκριάς; Που λαμπάδιαζε στην πλατεία ο Βασιλιάς Καρνάβαλος και στήναμε χορούς διονυσιακούς όλοι τριγύρω, μεθυσμένοι από κρασί και άλλες ακόλαστες σκέψεις;
Μοιάζουν μακρινά αλλά δεν πέρασαν ούτε δέκα χρόνια από την τελευταία Αποκριά .Εκείνη που στο μυαλό μου φέρνω σαν την πιο πολύχρωμη, την πιο σαματατζίδικη, την πιο ξέφρενη. Λες και το ένιωθε το πνεύμα του Βασιλιά Καρνάβαλου και ήθελε εκείνο να γίνει το κύκνειο άσμα του. Και τι άσμα! Οι νέοι το αναπολούν ακόμα κοιτάζοντας τα δεκάδες βιντεάκια που κυκλοφορούν λαθραία στο σκοτεινό Δίκτυο και τις φωτογραφίες που ανταλλάσσονται χέρι με χέρι στα κρυφά σαν να είναι εισαγόμενη παρτίδα από την Κολομβία.
Εκείνη η αποκριά με είχε βρει στη Βενετία, σε μια συνάντηση που άλλαξε τις ζωές μας. Όσο το σκέφτομαι πιστεύω ότι ήταν η καλύτερη σκέψη που έκανα όταν αγόρασα το εισιτήριο και το πήγα δώρο στη Νανά. Τσίριζε θυμάμαι για ώρα, αχ πόσο μου λείπει εκείνη η τσιρίδα.
Μετά ψάξιμο για μέρες για μια ωραία στολή και ασορτί μάσκες.
«Τι τις θες; Πάμε στον τόπο παραγωγής και θα πάρεις μάσκα από εδώ;» προσπαθούσα μάταια να την πείσω.
Βρεθήκαμε μέσα σε μια θάλασσα από χρώματα, με το λευκό να σκάει στιγμές στιγμές μέσα από τα σοβαρά και αγέλαστα πρόσωπα των αρλεκίνων και τον δόγηδων. Πιερότοι και κολομπίνες όλοι κάτω από μια πολύχρωμη φορεσιά και με μια μάσκα να γυρνούν στου πολύβουους δρόμους, σμάρι χαράς θαρρείς.
Κανείς δεν νοιαζόταν για το αύριο, καμιά συζήτηση σοβαρή δεν γινόταν όπου και αν γυρνούσες. Αυτό ήταν το πνεύμα του καρναβαλιού και το ζούσαμε όλοι μέχρι το μεδούλι. Γλέντι, χορός, τραγούδια, γαϊτανάκια και βροχή από σερπαντίνες και κομφετί. Λες και τα σύννεφα αντί για νερό είχαν αποφασίσει να μαζέψουν χαρτί και να το ρίξουν συμμετέχοντας κι αυτά στη γιορτή.
Και ανάμεσα σε όλη εκείνη τη πανδαισία, ένα σκοτάδι τρύπωσε χωρίς να το καταλάβουμε. Μασκαρεύτηκε κι αυτό σε ένα μικρό και αθώο τσαρλατάνο που γύριζε εδώ και εκεί λέγοντας τα σαχλά του αστεία. Αλλά εκείνο αντί για γέλια σκορπούσε το θάνατο, έναν ύπουλο και αδίστακτο εκτελεστή που τρύπωσε κάτω από τις μύτες και έγδερνε την επιδερμίδα. Έμπαινε σαν αέρας κάτω από τις στολές και έφερνε ρίγη, σύγκρυο και πυρετό.
Δεν έδωσε κανείς σημασία. Όλοι το απέδωσαν στην υγρασία των καναλιών και στον ύπουλο Φλεβάρη. Αλλά όταν το γλέντι τελείωσε, όλοι μαζί με τις όμορφες αναμνήσεις και τις μεγαλόπρεπες μάσκες πήραμε και ένα ακόμα συνεπιβάτη. Κι εκείνος με το που πάτησε το πόδι του στον τόπο μας θέριεψε και έγινε βραχνάς και Μόρα που έπεσε στο στήθος μας κόβοντας μας την ανάσα.
Κατηγορηθήκαμε ως προδότες, δολοφόνοι εν αγνοία και γίναμε δακτυλοδεικτούμενοι. Βάλαμε μάσκες για να κρύψουμε τα σημάδια και να γλυτώσουμε την κατακραυγή. Αλλά το κακό είχε γίνει και επειδή εξαιτίας εκείνης της γιορτής ήρθε το σκοτάδι στη ζωή μας, την εξορίσαμε από τη μνήμη και τα ημερολόγια μας. έγινε το κόκκινο πανί στις άχρωμες πια ζωές όσων επιβίωσαν.
Αλλά εμείς που μεγαλώσαμε με εκείνη τη χαρά δεν θα την ξεχάσουμε, έτσι από πείσμα. Αφού ζήσαμε και ακόμα και μέσα από θαμπωμένα γυαλιά βλέπουμε τον λαμπρό Φλεβαριάτικο ήλιο , μπορούμε μέσα στα υπόγεια μας να ζούμε το δικό μας καρναβάλι. Ένα μοναχικό αλλά ελεύθερο καρναβάλι.
Τέλος καλό, όλα καλά
η μάσκα ταίριαξε καλά...