ΚΑΤΙ ΝΕΟ ΞΕΚΙΝΑ
Κοίταξε το ημερολόγιο που έστεκε καρφωμένο στο γαλάζιο τοίχο. Το τελευταίο πράγμα που είχε αφήσει πίσω και που δεν ήθελε να πάρει γιατί δεν ήθελε να εξαρτάται από το χρόνο. Θα ήταν ελεύθερος να κάνει ότι ήθελε, όποτε το ήθελε.
Πέρασε σχεδόν τη μισή του ζωή σε εξάρτηση με την πορεία των ημερών, των μηνών, των χρόνων. Έζησε χαρές, λύπες, άγχη, στενοχώριες για να μπορέσει να είναι σωστός. Και τι κατάφερε;
Μια μέρα ήταν κυκλωμένη στην τελευταία σειρά, η σημερινή. Την είχε σημειώσει τη μέρα που όλα γύρισαν ανάποδα, τη μέρα που όλα όσα πίστεψε αποδείχτηκαν ένα μεγάλο ψέμα και βρέθηκε επί ξύλου κρεμάμενος. Τότε πήρε την απόφαση και από εκείνη τη στιγμή λες και ένα χέρι εμφάνισε ένα σφουγγάρι στο μαυροπίνακα της ζωής του, το οποίο άρχισε να δουλεύει ασταμάτητα.
Οι μέρες πέρασαν, έγιναν εβδομάδες και μήνες. Συνάντησε αμέτρητους κουστουμαρισμένους άνδρες και γυναίκες, υπέγραψε τόσες πολλές φορές που σίγουρα ένας καλλιτέχνης δεν θα είχε κάνει μέχρι τώρα και επισκέφτηκε εξίσου πολλά γραφεία. Δεν ήθελε καμιά λεπτομέρεια να την φροντίσει άλλος. Ήταν το δικό του ταξίδι προς την ελευθερία και θα ήταν εκείνος που θα το οργάνωνε από την αρχή μέχρι το τέλος.
Τώρα στεκόταν μπροστά στο ημερολόγιο μέσα στο άδειο σπίτι που για λίγες ακόμα ώρες ήταν δικό του. Τα υπάρχοντα του χώρεσαν σε λίγες βαλίτσες και μια δερμάτινη τσάντα κληρονομιά από τον μόνο αξιόλογο συγγενή που είχε γνωρίσει, το θείο Σοφρώνη που όσο ζούσε ήταν ένας από του πιο γνωστούς γιατρούς στα μέρη του.
Αμέτρητοι ήταν οι ασθενείς που πέρασαν από τα χέρια του θείου Σοφρώνη και οι περισσότεροι είχαν γίνει καλά. Αλλά εκείνος δεν πήρε ούτε μια φορά χρήματα.
«Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε» έλεγε χρησιμοποιώντας το κομμάτι από το Απολυτίκιο των Αγίων Αναργύρων, των προστατών του. Ποτέ δεν ζητούσε λεφτά, αλλά οι ασθενείς του ποτέ δεν τον άφηναν να φύγει έτσι. Τον γέμιζαν μαζί με τις ευχές τους και με πολλά ρεγάλα, ότι μπορούσε ο καθένας μέσα από την καρδιά τους. Ένα από εκείνα ήταν και η συγκεκριμένη τσάντα που στεκόταν δίπλα του γεμάτη με τα προσωπικά του αντικείμενα, το αγαπημένο του βιβλίο και όλες τις αναμνήσεις που αποφάσισε να πάρει μαζί του.
Άφησε το κλειδί πάνω στην πόρτα, ένα γενναίο φιλοδώρημα στον οδηγό του ταξί που τον μετέφερε στο σταθμό και τώρα στην αίθουσα αναμονής περίμενε την άφιξη της αμαξοστοιχίας.
Ένα ταξίδι με τραίνο από τη μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη και εκεί ένα μικρό αγρόκτημα να τον περιμένει.
Τα λεπτά έγιναν ώρα και εκείνος συνέχιζε να περιμένει. Τελικά είχε έρθει πολύ νωρίς αλλά άπαξ και πήρε την απόφαση δεν τον κρατούσε τίποτα.
Λίγο μετά τις δέκα ανέβασε τα πράγματα του στο τελευταίο βαγόνι και τακτοποιήθηκε στην καμπίνα του. Μόλις το τραίνο θα άφηνε πίσω την Ελλάδα θα ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Δεν θα είχε να θυμάται τις άσχημες στιγμές, τους κενούς ανθρώπους, τις χάρτινες αγκαλιές που έλιωσαν στην πρώτη ψιχάλα.
Τράβηξε την κουρτίνα, άνοιξε την δερμάτινη τσάντα και έβγαλε το βιβλίο του. Ξεκίνησε ένα καινούργιο κεφάλαιο, σαν αυτό που ξεκινούσε στη ζωή του σε αυτό το βαγόνι με τον ήχο του σφυρίγματος του τραίνου.