ΛΙΓΑ ΑΛΛΑ ΚΑΛΑ
« Μα έλα, μην είσαι δειλός! Ρίσκο θέλει η ζωή!»
« Όλα με μέτρο, Αντώνη. Το λέγανε και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι»
«Δεν βαρέθηκες μια ζωή όλα με μέτρο;»
«Καθόλου! Έτσι έμαθα και έτσι πορεύομαι»
«Αμάν ρε φίλε! Ήμαρτον!»
Άδικα προσπαθούσε ο Αντώνης να πείσει τον φίλο του. Ήξερε πως σε θέματα οικονομικά ήταν ξεροκέφαλος, αλλά έλπιζε να το αλλάξει.
Ο Ερμόλαος, χρόνια φίλος του και χρόνια ιδιοκτήτης ενός μικρού και συμπαθητικού καφενείου, είχε φτιάξει τη ζωή του όπως έλεγε. Με τα χρήματα που κληρονόμησε από κάτι θειους αγόρασε ένα ωραίο μαγαζί, το έφτιαξε όπως ήθελε, έστρωσε τα καθίσματα του και χειμώνα καλοκαίρι δούλευε ασταμάτητα. Ήταν φιλικός, πρόσχαρος και έφτιαχνε από τους καλύτερους ελληνικούς στην περιοχή. Είχε τους τακτικούς του πελάτες, κάποιους νεαρούς και κάποιους μεγαλύτερης ηλικίας, που δεν θα παρέλειπαν να περάσουν τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα για να πιουν το καφεδάκι και να τα πουν με τον Ερμόλαο.
Ο Αντώνης, ανοιχτό πνεύμα και συνέταιρος σε μεσιτικό γραφείο, αγαπούσε τον φίλο του, χαιρόταν για την επιτυχία του αλλά θεωρούσε ότι κέρδιζε λίγα για όλα αυτά που έκανε.
«Είσαι τεχνίτης ρε φίλε. Υπάρχουν μέρες που δεν υπάρχει άδειο τραπέζι ούτε για δείγμα. Δεν είναι κρίμα να διώχνεις πελάτες;»
«Κρίμα είναι αλλά αυτός που θέλει να έρθει θα έρθει. Ο περαστικός είναι πάντα λαχείο. Και με τα λαχεία δεν τα πάω καλά. Προτιμώ τα σίγουρα»
«Μα και αυτό που σου λέω σίγουρο είναι. Και σίγουρο και με μεγάλο κέρδος»
Ο Αντώνης είχε βρει ένα μαγαζί που πουλιόταν. Ήταν διπλάσιο από εκείνο είχε τώρα ο φίλος του και θεωρούσε σίγουρο πως με την τέχνη του και τον χαρακτήρα του θα το γέμιζε. Ήταν όμως πολύ μακριά από εκεί που ήταν το τωρινό του μαγαζί.
«Δεν μου πάει καρδιά ρε φίλε. Το θεωρώ προδοσία. Τόσα χρόνια όλοι αυτοί εδώ στη γειτονιά με έχουν στηρίξει, με ξέρουνε και τους ξέρω. Πως τώρα θα τους παρατήσω για να πάω αλλού; Δεν μου πάει. Άσε με, μην επιμένεις. Εδώ ήταν το γραφτό μου, σε τούτο το μικρό αλλά γεμάτο ζεστασιά μαγαζί με τα γνώριμα πρόσωπα, τις γλυκέ κουβέντες, τις συζητήσεις και προπάντων την αγάπη. Μια αγάπη που δεν ανταλλάσσεται και δεν εγκαταλείπεται για μια πιθανή εξέλιξη. Λίγα και καλά φίλε μου. Λίγα και καλά»
Αφού είδε και απόειδε παράτησε την ιδέα και δεν τον ξαναενόχλησε με αυτό το θέμα. Αν αυτό το λίγο για τον φίλο του ήταν πολύ, ποιος ήταν εκείνος να το αλλάξει;
Θα απολάμβανε κι αυτός τον ωραίο ελληνικό, τις ατελείωτες κουβέντες και τα κεφάτα βράδια στο ζεστό και γεμάτο αγάπη μαγαζί του Ερμόλαου.