MAISON DE LIVRE
Από μικρό παιδί αγαπούσε τα βιβλία. Θα ήταν δεν θα ταν πέντε χρονών όταν ό παππούς του τον πήγε στο κλειστό δωμάτιο που δεν είχε μπει ποτέ. Εκεί είδε τους τοίχους γεμάτους με βιβλία. Χοντρά, λεπτά, με σκληρό δέσιμο ή μαλακά. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό μπροστά σε εκείνο το θέαμα. Ο παππούς τότε πήρε ένα από τη θέση του και του το έδωσε.
-Ένας Μαρσέλ πρέπει να αγαπά και να φροντίζει τα βιβλία. Αυτό σου το δανείζω για να το διαβάσεις. Αλλά θέλω να το προσέχεις πολύ, γιατί τα βιβλία είναι σαν τους ανθρώπους. Έχουν ψυχή και νιώθουν ποιος τους αγαπά και ποιος όχι.
Τα λόγια του παππού τα θυμόταν από τότε, κι ας έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από εκείνο το πρωινό. Έχουν περάσει εκατοντάδες βιβλία από τα χέρια του και μπορούσε με ευκολία να απαριθμήσει και να πει λίγα λόγια για τα περισσότερα.
Ο Οίκος των Μαρσέλ είχε μια ιστορία με τα βιβλία. Ο προ προπάππους ήταν μικρό παιδί βοηθός του πατέρα της τυπογραφίας, Γουτεμβέργιου και όταν έπιασε για πρώτη φορά ένα βιβλίο τυπωμένο ένα δάκρυ κύλησε και έμεινε να το χαϊδεύει για ώρα.
Από τον πρόγονο αυτό η οικογένεια πήρε την αγάπη για τα βιβλία. Κάθε Μαρσέλ είχε ως αρχή να μαζεύει βιβλία, να διατηρεί μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και πιο ενημερωμένη βιβλιοθήκη και να φροντίζει για τη διάδοση της φιλαναγνωσίας. Δεν ακολούθησαν φυσικά όλοι οι Μαρσέλ αυτό το δρόμο, αλλά ο Ζουλιέν όπως και ο πατέρας και ο παππούς του ήταν μέρος της παράδοσης.
Για εκείνον το διάβασμα και η επαφή με τα βιβλία δεν ήταν απλά κάτι τυπικό. Ένιωθε όμορφα κάθε φορά που ξεφύλλιζε ένα τόμο, που στο ρουθούνια του ερχόταν η μυρωδιά του τυπωμένου χαρτιού και της μελάνης. Περνούσε ώρες στη βιβλιοθήκη του και το μέρος εκείνο υπήρξε σωτηρία σε δύσκολες προσωπικές του στιγμές. Στο χαμό των γονιών του, όταν η γυναίκα του τον εγκατέλειψε επειδή δεν της κάλυπτε τις πάμπολλες υλικές της ανάγκες πάντα ο δρόμος ήταν ένας. Τα κλειδιά δίπλα στην πόρτα τον περίμεναν για να την ξεκλειδώσουν και να τον οδηγήσουν στο προσωπικό του καταφύγιο.
Αυτή την ασφάλεια, τη χαρά και την μαγεία που του χάριζαν τα βιβλία θέλησε να τους την ξεπληρώσει. Μετέτρεψε ένα από τα κτίσματα που του άφησαν οι γονείς του σε καταφύγιο βιβλίων και βιβλιόφιλων. Οι υπάλληλοι του και αυτός έβρισκαν όλα εκείνα τα βιβλία που ο κόσμος δεν ήθελε και πετούσε με από χρόνια ή λίγες αναγνώσεις, τα συγκέντρωναν και αφού τα συντηρούσαν τα τοποθετούσαν εκεί που έπρεπε. Όποιος επιθυμούσε μπορούσε να έρθει να διαβάσει σε μια από τις πολλές αίθουσες ανάγνωσης ή εάν ήθελε να δανειστεί κάποιο φροντίζοντας πάντα να το επιστρέψει σε άρτια κατάσταση.
Πολλοί τον περιγελούσαν στην αρχή για το εγχείρημα του αυτό αλλά με τον καιρό ακόμα και εκείνοι πέρασαν τις ξύλινες πόρτες του Maison De Livre και έμειναν με το στόμα ανοιχτό από τον πλούτο γνώσης που γέμιζε τις αμέτρητες ξύλινες βιβλιοθήκες.
Ο Ζουλιέν Μαρσέλ περνούσε σχεδόν όλη του τη μέρα στο χώρο αυτό. Ήθελε όλα να γίνονται σωστά και να μην υπάρχει δυσαρέσκεια από καμία μεριά. Οι λιγοστοί φίλοι του τον παρακαλούσαν να τους ακολουθήσει στις βραδινές του περιπέτειες.
«Τι να τις κάνω; Αν θέλω μπορώ να ζήσω άπειρες ανοίγοντας ένα από όλα αυτά.»
Του κάκου επέμενε η παρέα του. Αλλά η επιμονή και η αγάπη κάποιου πάντα έχει αντίκρυσμα, ακόμα και προς κάτι που μοιάζει άψυχο.
Ήταν χάρη σε αυτή του την αγάπη που γνώρισε την Κριστίνα που έμελε να γίνει το πρώτο άτομο που τον έκανε να λείψει από το καταφύγιο του για μέρες. Μοιράστηκαν τις ιδέες τους, που ταίριαζαν και μαζί με αυτό και την ζωή τους.
Τώρα σε ηλικία ενενήντα χρονών, ο Ζουλιέν παρέδωσε τα κλειδιά στο γιο του, Ζεράρ.
-Αυτό το μέρος υπήρξε ότι πιο σημαντικό είχα, εκτός από εσάς του δυο.
Του είπε κοιτώντας τις ξύλινες βιβλιοθήκες.
-Είθε η παράδοση των Μαρσέλ να συνεχίσει. Εγώ δεν θα φύγω, πάντα θα με βρίσκεις εδώ στο καταφύγιο μου. Ανάμεσα στις αγάπες της ζωής μου. Εκεί που ένιωθα ο εαυτός μου.