ΜΑΚΡΙΑ, ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ
Μας λένε για μαλάματα, για θησαυρούς χαμένους. Γεμίζουν το μυαλό μου με εικόνες και ιστορίες για τόπους μακρινούς, με παράξενα πλάσματα και ανθρώπους με ζωγραφιές στο σώμα. Που χορεύουν τις νύχτες κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι βγάζοντας κραυγές ζώων και προσκυνάνε παράξενους Θεούς φτιαγμένους από ξύλο και πέτρα.
Κι εγώ κάθε βράδυ όταν πάω για ύπνο όλο αυτά ονειρεύομαι. Πως αφήνω την πόλη με τους μουντούς, σκληρόκαρδους ανθρώπους της, μπαίνω σε μια μπρατσέρα και ταξιδεύω.
Οι γλάροι μας συντροφεύουν μέχρι τα ανοιχτά μαζί με τα δελφίνια. Γέλια και τραγούδια μπλέκονται με τους ήχους που κάνει το κύμα πάνω στο αλειμμένο με πίσσα ξύλο, που εγώ ο ίδιος έχω απλώσει πολλές φορές και θα κάνω ακόμα τόσες. Κάπου ανάμεσα , σαν χαρούμενη προσθήκη στην ήδη ωραία ατμόσφαιρα, οι φωνές του Σαμ του μεγάλου κοκκινοπράσινου παπαγάλου του καπετάνιου μας.
«Όρτσα τα πανιά, όρτσα τα πανιά!!»
Αυτό και λίγες ακόμα από τις εντολές έχει μάθει απέξω και με μια εξυπνάδα που πολλοί θα ζήλευαν τις λέει την κατάλληλη στιγμή.
Μακρύ και δύσκολο ταξίδι, ότι χρειάζεται ένας θαλασσόλυκος για να πει ότι άξιζε αυτό που έκανε. Λίγα συναπαντήματα με πλοία, όλα αναίμακτα. Ο καπετάνιος ξέρει τα λημέρια των πειρατών και τα αποφεύγει. Τη θέλει τη ζωή του, όπως και εμείς. Καλή η Αυτοκρατορία, αλλά εδώ στη μέση του πουθενά ο μόνος άρχοντας που όλοι παραδεχόμαστε είναι ο Ποσειδώνας. Άντε και ο Ντέιβι Τζόουνς, μη τύχει και θυμώσει και βρεθούμε κυνηγημένοι από τον Ιπτάμενο Ολλανδό του.
Μια μόνο λέξη από τον παρατηρητή φτάνει για να μας κάνει να αγκαλιάσουμε τον διπλανό μας, όσο και αν βρωμάει ρούμι ή απλυσιά και να αρχίσουμε να χοροπηδάμε.
«Στεριά μπροστά!»
Λίγοι οι θαρραλέοι πρώτοι, μαζί κι εγώ, που θα πατήσουμε στην άγνωστη στεριά. Φόβος και αγωνία μαζί με ενθουσιασμό. Παντού το άγνωστο και το καινούργιο. Ήχοι παράξενοι, μυρωδιές πρωτόγνωρες, εικόνες που όσο και να θες δύσκολα τις ζωγραφίζεις.
Ο καπνός μπροστά δείγμα ζωής και εμείς πάμε με προσοχή. Ένα χωριό φτιαγμένο από χόρτα και πέτρα μας περιμένει. Οι κάτοικοι, με δέρμα πιο σκούρο από το χαλασμένο στόμα του μονόφθαλμου μάγειρα μας, περιμένουν με άγριο βλέμμα και όπλα στα χέρια. Αυτά δεν μου τα είπε κανείς. Μας αιφνιδιάζουν αλλά ο καπετάνιος, έμπειρος σε αυτά, μας ξελασπώνει. Σε λίγο ένα κολιέ με γυαλιστερές πέτρες στολίζει το λαιμό του αρχηγού τους και εμείς καθισμένοι γύρω από τη φωτιά βλέπουμε τον τρελό χορό τους.
«Τζώνυ ξύπνα τεμπέλη! Με τον ύπνο δεν γεμίζει το στομάχι!»
Πάντα η ίδια φράση. Λες και δεν το ξέρω. Άλλη μια μέρα όπως όλες. Πότε θα φύγω; Πότε θα αφήσω αυτό το γκρίζο λιμάνι για να γίνω ναυτικός όπως ό παππούς. Αχ ρε παππού, που να είσαι άραγε;