ΜΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΚΟΥΡΣΑ
Από το ημερολόγιο του Σεβαστιανού Χωκ, Ερευνητή/μελετητή
Σάββατο βράδυ και η πόλη ετοιμάζεται για ένα ακόμα ξενύχτι. Νέοι και όχι μόνο έχουν ξεχυθεί σε όλα τα πιθανά και απίθανα στέκια για να πιούν, να χορέψουν, να διασκεδάσουν. Και εγώ άρτι αφιχθείς στην πόλη αυτή είπα να αφήσω για μια βραδιά τις μελέτες μου και να χαλαρώσω. Επέλεξα τον προορισμό μου και ντυμένος κατάλληλα μεν, πάντα προετοιμασμένος δε, άφησα πίσω μου το προσωρινό μου κατάλυμα και βγήκα στο δρόμο. Αν αποφάσιζα να χαλάσω τη βραδιά μου θα έπαιρνα λεωφορείο, αν ήθελα να χάσω τη χαρά της διαδρομής θα έπαιρνα το μετρό. Οπότε το ταξί ήταν η μόνη λύση. Λες και περίμενε το νεύμα μου ένα από τα δεκάδες οχήματα σταμάτησε μπροστά μου. Κάθισα αναπαυτικά στα δερμάτινα καθίσματα και μια γλυκιά μυρωδιά με πλημμύρισε. Ο οδηγός, ένας ευγενέστατος νεαρός άνδρας, αφού με ρώτησε για τον προορισμό μου με ξαναρώτησε αν θα με πείραζε αν κάπνιζε. Φυσικά μια τέτοια ερώτηση σε ένα μανιώδη καπνιστή κάθε άλλο παρά δυσάρεστη ήταν. Αφού ανάψαμε και οι δυο τα τσιγάρα μας η διαδρομή μας ξεκίνησε.
Θαύμαζα τους πολύβουους και γεμάτους φώτα δρόμους, για μια φορά χωρίς το ερευνητικό μου πρίσμα ήταν σαν να τα έβλεπα όλα για πρώτη φορά. Χαλάρωσα και χάζευα σαν όλους εκείνους τους ανθρώπους που κοίταζα με αναμεμειγμένη ζήλια και λύπηση. Τα όμορφα τραγούδια που ακουγόταν στο ταξί μου έφεραν μια εύθυμη διάθεση. Τελικά ήταν καλό να ξεφεύγεις από τα παράξενα και τα μυστήρια αυτού του κόσμου που και που.
Αλλά « άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει».
Αν είσαι ένας ζωντανός μαγνήτης όλως των ιδιαιτέρων καταστάσεων, όπου και αν πας θα σε βρουν. Ακόμα και σε ένα ταξί.
Ο οδηγός λίγο πριν τον προορισμό μας, με πρόφαση μια συντομότερη διαδρομή, έφερε το ταξί σε μια σχεδόν έρημη περιοχή. Σταμάτησε δίπλα σε ένα μικρό γήπεδο και τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι κάτι πήγαινε στραβά.
Όταν γύρισε να με δει βεβαιώθηκα. Τα μάτια του είχαν αλλάξει, είχαν γίνει γαλάζια χωρίς να ξεχωρίζει η κόρη και η ίριδα και έβγαζαν ένα ελαφρό φως. Τα φρύδια του είχαν σχηματίσει δυο τοξωτές καμάρες κάτι που να θες δεν πετυχαίνεις χωρίς εξωτερική βοήθεια. Ή εκτός αν είσαι κάτι εξωτικό, όπως ήταν ο οδηγός μου.
Το χέρι μου κινήθηκε ενστικτωδώς στο παλτό μου, να βρω κάτι για να αμυνθώ αν τα πράγματα στράβωναν.
«Δεν χρειάζεται, μπορείτε να ηρεμήσετε» είπε με φωνή που έφερνε μαζί της δεκάδες φωνές μαζί.
«Αν χρειάζεται ή όχι άσε με να το ξέρω εγώ. Η κατάσταση κάθε άλλο παρά φιλική είναι.»
«Απεναντίας κύριε Ερευνητή. Είναι ότι πιο φιλικό και συνάμα διακριτικό μπορεί να συμβεί. Ήθελα να σε συναντήσω και περίμενα πως και πως την ευκαιρία»
«Πως ξέρεις;» πήγα να ρωτήσω αλλά την ίδια στιγμή η απάντηση ήρθε μόνη της στο μυαλό μου. Αυτό το πλάσμα έχει τους τρόπους.
«Αν δεν κατάλαβες τότε λάθος πληροφορίες είχα για το πρόσωπο σου. Μπορείς να καταλάβεις ότι για να είμαι εδώ τώρα τότε είναι σοβαρό. Και εσύ μόνο μπορείς να με βοηθήσεις.»
«Πως ένα πλάσμα σαν εσένα, ένας από τους άρχοντες της ερήμου και των στοιχειών του αέρα κατέληξες να σοφάρεις;»
«Ας όψεται η κατάρα μου. Και εκείνος ο καταραμένος μάγος που με βρήκε σε δύσκολη στιγμή.»
Μου εξήγησε πως τον βρήκε ο άνδρας που του συστήθηκε ως Ρόλαντ, πως ενεργοποίησε τον κανόνα των ευχών και πως τον βεβαίωσε ότι μετά τις δυο ευχές θα χρησιμοποιούσε την Τρίτη για να τον ελευθερώσει. Αλλά εκείνος χρησιμοποίησε την Τρίτη ευχή για να του κλέψει το φυλαχτό και χωρίς αυτό δεν μπορούσε να γυρίσει στον κόσμο του. Δεσμευμένος εδώ έπρεπε να επιβιώσει. Αυτή η δουλειά του επέτρεπε να βγάλει τα προς το ζην και να μαζέψει πληροφορίες. Όλοι μιλάνε στο ταξί.
«Και τώρα τι θες;» τον ρώτησα αν και ήξερα την απάντηση.
Δεν είπε λέξη. Το σκέφτηκα πολύ και ζυγιάζοντας τα υπέρ και τα κατά στο τέλος του έδωσα την απάντηση μου. Ας περνούσε ή σημερινή νύχτα όσο ωραία ήθελα και αύριο με τα όσα θα μου έλεγε θα ξεκινούσα να βρω αυτόν τον μπαγαπόντη τον Ρόλαντ, τον παλιό μου συμφοιτητή και άσπονδο εχθρό. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.