ΜΙΑ ΙΠΠΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Γεράλδιος του Βαουμεμπεργκ, μέλος του Τάγματος της Σιδηράς Ελπίδας, ήταν ένας άνδρας που θα εκτιμούσες ή θα μισούσες. Αν ήσουν σωστός και ευπρεπής η γνωριμία μαζί του θα ήταν κάτι ασήμαντο. Αν πάλι ήσουν στο λάθος δρόμο και με σκοτάδι στην καρδιά, καλύτερα οι δρόμοι σας ποτέ να μην συναντιόνταν.
Ο Γεράλδιος μεγαλωμένος στο μοναστήρι της Σιδηράς Κυρίας διδάχτηκε πολλά είδη μάχης, άγγιξε την πνευματική ισορροπία και γαλήνη και μπορούσε να ξεχωρίσει το σκάρτο από το καλό.
Η φήμη του συγκεκριμένου Τάγματος έφτανε από άκρη σε άκρη σε όλο το γνωστό κόσμο και υπήρχαν φορές που πολλοί άνθρωποι έφταναν στις πύλες του Μοναστηριού για να ζητήσουν τη βοήθεια τους. Μια τέτοια επίσκεψη είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί στις αρχές του φθινοπώρου ο συγκεκριμένος άνδρας μέσα στο Σκοτεινό Βάλτο.
Συνόδευε την δεσποσύνη Γερτρούδη, μια νεαρή κόρη από την πόλη του Άμβερν για έναν παράξενο αλλά ενδιαφέροντα σκοπό.
Είχε πέσει κατάρα σε εκείνη την πόλη από ένα Νεκρομάντη ονόματι Σίλφουρ. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει όταν το μαύρο σημάδι εμφανιζόταν στην πόρτα του. Οι κάτοικοι ζήτησαν τη βοήθεια των Θεών και πήραν μια προφητεία.
«Μόνο όταν ένας μονόκερως χτυπήσει με το μαγικό του κέρας τον κορμό του υπεαιωνόβιου δέντρου της πόλης, το κακό θα σβήσει.»
Κι εκεί άρχισαν τα αληθινά προβλήματα γιατί οι μονόκεροι ήταν πλέον σπάνιοι, είχαν βαρεθεί την κακία των ανθρώπων και είχαν αποτραβηχτεί σε δάση απρόσιτα. Και ακόμα και αν έβρισκες έναν δε θα πλησίαζε αν δεν τον προσέλκυε μια γυναίκα ανέγγιχτη.
Στο δεύτερο πρόβλημα η λύση βρέθηκε στο πρόσωπο της νεαρής Γερτρούδης που με κλήρο επιλέχτηκε ως αυτή που θα έφερνε τη σωτηρία στην πόλη και ο Γεράλδιος ανέλαβε την ευθύνη να την συνοδέψει. Μετά από ατελείωτες έρευνες και λίγο πριν τους καταλάβει η απελπισία έφτασαν νέα για την εμφάνιση ενός τέτοιου πλάσματος στο Σκοτεινό Βάλτο.
Έτσι με μεγάλη προσοχή βάδιζαν στις ελώδεις εκτάσεις προσπαθώντας να πατάνε σε όσο πιο στεγνά μέρη γινόταν. Τα άλογα τους τα είχαν αφήσει πολύ πίσω γιατί δεν ήθελαν να τα παραδώσουν σε ένα ύπουλο θάνατο.
Βάδιζαν ήδη τρεις μέρες στην καρδιά του Βάλτου όταν κάπου στο βάθος είδαν μια κίνηση. Με προσοχή πλησίασαν και το θέαμα τους ξάφνιασε.
Γιατί μπροστά τους βρισκόταν αυτό το θαυμαστό πλάσμα που αναζητούσαν, κατάλευκο και φοβισμένο, δεμένο στη βάση ενός σκιάχτρου. Ήταν το πιο φριχτό κατασκεύασμα που είχε δει η κοπέλα και έστρεψε με τρόμο αλλού το βλέμμα. Ο Γεράλδιος απόρησε με την παρουσία αυτού του σκιάχτρου εκεί και την αδυναμία του μονόκερου να απελευθερωθεί.
«Κάτι σκοτεινό συμβαίνει δεσποσύνη. Μείνε μακριά!»
Κρατώντας το δαυλό του πλησίασε ενώ το ζώο έμεινε εκεί, ακίνητο λες και τα πόδια του είχαν πετρώσει από το φόβο.
Τη στιγμή όμως που είχε πλησιάσει αρκετά, το ακούνητο σκιάχτρο ζωντάνεψε. Μαύρος καπνός έβγαινε από κάθε άνοιγμα του κορμιού του και με περίσσια οργή και ταχύτητα επιτέθηκε στον πολεμιστή.
Αλλά δεν θα ήταν ένα από τα ανυπεράσπιστα θύματα του. Ο Γεράλδιος ήταν ο πιο άξιος αντίπαλος που είχε αντιμετωπίσει. Με σβελτάδα απέφυγε τα χτυπήματα του και το και το κεραυνοβόλησε με γροθιές και κλοτσιές. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν τράβηξε το ασημένιο του σπαθί, ευλογημένο από την Σιδηρά Μητέρα και με ζήλο έστειλε το τέρας στην κόλαση, όπου και άνηκε. Με το σκιάχτρο νεκρό, ο μονόκερως έσπασε τα δεσμά του και ήταν έτοιμος να φύγει. Τότε η Γερτρούδη βγήκε από την κρυψώνα της και τραγουδώντας το σκοπό που είχε μάθει έκανε το πλάσμα να την πλησιάσει. Ο Γεράλδιος αποκαμωμένος κάθισε στην άκρη και άφησε την κοπέλα να κάνει αυτό για το οποίο ήρθε. Ήταν μεν σε ετοιμότητα, αλλά όχι για κάτι κακό. Οι μονόκεροι μισούν το κακό όπως εκείνος. Ήλπιζε απλά να έχει την χαρά να ταξιδέψει μαζί με κάτι τόσο αγνό και να σώσει την πόλη από την κατάρα. Αν αυτό γινόταν, ο Νεκρομάντης θα αντιμετώπιζε την οργή και τη δίκαιη τιμωρία του.