ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ

2021-03-22

Ο μπάρμπα Κώστας μένει μαζί μας στην ίδια αυλή. Λίγες γλάστρες, επί το πλείστον βασιλικοί, ένα κλουβί με δυο παπαγαλάκια και δυο πλαστικές καρέκλες είναι όλα όσα έστεκαν κάθε μέρα μπροστά στο σπίτι του. Ήσυχος άνθρωπος, κεφάτος. Χήρος για χρόνια από όσο μας είπε, τα παιδιά του είχαν τις ζωές τους στο εξωτερικό. Αυτός όμως δεν αφήνει τον Πειραιά του. Είναι ο τόπος του και από εδώ θα φύγει μόνο όταν κλείσει τα μάτια, έλεγε και ξανάλεγε. Τις λίγες φορές που έρχεται στην παρέα μας είναι πάντα με το χωρατό στο στόμα, φτάνει να μην του ζητήσεις να σου πει για τα παλιά. Τότε το βλέμμα του σκοτεινιάζει, πετάει ένα ξερό « παλιά είναι τι τα θες;», πίνει μονορούφι το ποτό του και γυρνάει στο σπίτι. Κάνει μέρες να φανεί και όταν εμφανίζεται είναι σαν να μη συνέβη τίποτα.

Για χρόνια αυτή η συμπεριφορά του με ενοχλούσε. Μπορεί να ήμουν ο μικρότερος της παρέας αλλά επειδή, όπως είχε πει, του θύμιζα το γιο του με εκτιμούσε και μου είχε αδυναμία. Πάνω σε αυτή στηρίχτηκα και ένα βραδάκι ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο ποτηράκι τσίπουρο τον ρώτησα.

-Τι συνέβη μπάρμπα παλιά και σε πίκρανε τόσο; Γιατί δεν θες να μας μιλήσεις; Σε νιώθουμε σαν πατέρα μας, δεν θα σε μαρτυρήσουμε.

Έκανε να τραβηχτεί, τον έπιασα όμως και όταν αντίκρισα το σκοτεινό του βλέμμα δεν φοβήθηκα.

-Πες μου, μόνο σε μένα. Δεν θα πω λέξη, πες το να ξαλαφρώσεις.

Δεν μίλησε. Ένα δάκρυ κύλησε μέχρι το λευκό του μουστάκι.

-Είμαι δειλός Νικήτα. Δειλός!

-Εσύ; Γιατί το λες;

-Αν ήμουν παλικάρι, όπως το παριστάνω, δεν θα χανόταν άδικα τόσοι άνθρωποι.

-Ποιοι άνθρωποι; Τι λες;

-Άφησε με λεβέντη μου. Μη τα σκαλίζεις, πονάνε!

-Τώρα ξεκίνησες. Μίλα να ξαλαφρώσεις.

Κατέβασε το κεφάλι για να μην με βλέπει.

-Κάποτε βοήθησα ένα φονιά. Δεν τον σταμάτησα και ας το ήξερα. Πήρα ζωές στο λαιμό μου.

Τα λόγια του με κέρωσαν. Ήθελα να είναι λόγια του ποτού, της ζάλης.

-Τι είναι αυτά που λες; Πότε; Που; Ποιόν;

Για λίγο έμεινε σιωπηλός. Το σώμα μου έτρεμε αλλά παρέμεινα εκεί, σαν άγαλμα.

-Έχει χρόνια, λίγο πριν συγχωρεθεί η κυρά μου. Είχα ένα μαγαζί, παντοπωλείο το λέτε τώρα. Είχε όντως τα πάντα. Ήσυχη γειτονιά, όλοι γνωστοί. Ήξερες τι κάνουν, πως ζουν, τις χαρές και τις λύπες τους. Ήξερα το καημό της μάνας όταν έβλεπα την κυρά Μαρία στο μαγαζί. Χαροκαμένη μάνα, κόρες της παντρειάς είχε και ήταν χήρα. Έβγαζε τα μάτια της στο βελόνι για να τις αναθρέψει και να τις καμαρώσει νυφούλες. Αλλά τα νιάτα είναι άμυαλα. Τα κορίτσια έμπλεξαν με δυο παλικάρια, αγάπες και λουλούδια. Τις είπαν θα τις πάρουν αλλά οι γονείς είπαν όχι. Τι να κάνουν και εκείνα, ακολούθησαν. Τα κορίτσια της πήγαν να πεθάνουν. Η μάνα παλικάρι, έκανε ότι μπορούσε για να τους σταθεί.

Όταν ήρθε στο μαγαζί με μαύρα μάτια, ο νους μου πήγε στο κακό. Αλλά όταν πέρασε η κυρά Δέσποινα του Μουστόπουλου είδα στο βλέμμα της κυρά Μαρίας το μίσος. Βαθύ και σκοτεινό το βλέμμα της, το σκιάχτηκα. Τελείωσε την παραγγελία και ζήτησε και παραθείο, για τα ποντίκια είπα αλλά το είδα το βλέμμα. Αρνήθηκα να το πουλήσω και με προειδοποίησε πως θα πάει σε άλλο μαγαζί. Δεν με έπαιρνε να χάσω πελάτη και το έδωσα. Και έγινε το κακό.

-Ποιο κακό μπάρμπα;

-Το φονικό γιε μου. Τρεις χάθηκαν, του έφαγε η άτιμη. Εκείνη τη μέρα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Έρχεται πάντα σαν εφιάλτης, μαζί με τις τύψει και τις ενοχές να με στοιχειώσουν. 17 Γενάρη ήταν, δεν το ξεχνώ και όσο ζω δεν θα το ξεχάσω. Μια μέρα πριν το φονικό.

Έμεινα βουβός και μουδιασμένος. Το βάρος του μπάρμπα Κώστα έπεσε και με πλάκωσε. Τώρα κατάλαβα το σαράκι του, τον πόνο που κουβαλούσε στην καλή ψυχή του.

Του έσφιξα το χέρι και κλάψαμε μαζί. Από τότε δεν μιλήσαμε για τα παλιά, τον άφησα να ζήσει τα χρόνια που του απέμειναν ήσυχα, μακριά από τις Ερινύες.

Η Μαγεία της γραφής
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε