Mirror Mirror on the…

2020-11-23

Σάββατο βράδυ. Οι δρόμοι της πόλης είχαν γεμίσει από νωρίς με κόσμο που έψαχνε τρόπους να διασκεδάσει. Για τον Ορέστη όμως δεν υπήρχε χρόνος για διασκέδαση. Με τρεμάμενα χέρια έβγαλε από το μεγάλο ξύλινο μπαούλο τον παλιό χειροποίητο καθρέφτη και τον τοποθέτησε στον τοίχο του δωματίου του. Του πήρε χρόνια και σχεδόν όλη του την περιουσία μέχρι να τον βρει και να τον αποκτήσει. Και τώρα ήταν μπροστά του. Καλοφτιαγμένος, με απίστευτες λεπτομέρειες και το γυαλί του καθαρό σαν να φτιάχτηκε μόλις χθες. Κάθε λεπτομέρεια ταίριαζε με όσα είχε διαβάσει για αυτό το αντικείμενο. Δεν έμενε κάτι άλλο από το να εξακριβώσει αν όλα όσα έλεγαν ήταν αλήθεια.

Έκλεισε την πόρτα, έσβησε τα φώτα και άφησε μόνο δυο τρία κεριά να φωτίζουν το χώρο.

Στάθηκε μπροστά στο απόκτημα του και για λίγο δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τον θαυμάζει.

- Σκλάβε στον καθρέφτη αυτό το μαγικό, παρουσιάσου μπροστά μου. Σε καλώ!

Μέσα από το σκοτάδι και την αστραπή, ζητώ η μορφή σου μπρος μου να φανεί!

Είχε μάθει από έξω κάθε λέξη και τις είχε κάνει πρόβα δεκάδες φορές έτσι ώστε να μην κάνει λάθος. Και ήταν σίγουρος ότι τα είπε όλα σωστά. Δυστυχώς όμως τίποτα δεν είχε αλλάξει.

Θέλησε να επαναλάβει την επίκληση αλλά πριν προλάβει να πει τις δυο πρώτες λέξεις καπνός σκέπασε την επιφάνεια του καθρέφτη και ένα πρόσωπο με κενά μάτια βρέθηκε απέναντι του.

-Σε άκουσα και πριν μπάρμπα. Πολύ ρετρό σε βρίσκω.

-Πως είπατε;

-Και κουφός από πάνω; Εσύ πας για απόσυρση. Τι τις θες τις επικλήσεις στην ηλικία σου;

-Τι τρόπος είναι αυτός; Τι σοι πνεύμα είσαι εσύ;

-Οινό-πνευμα, καθότι πότης ο δικός σου! Καλό ε;

Ο Ορέστης κοιτούσε την οπτασία στον καθρέφτη μην μπορώντας να καταλάβει τι συμβαίνει. Τα είχε εντελώς χαμένα.

-Κούλαρε θείο. Μη μου μείνεις κι όλας. Θες να το πάμε μεσαιωνικά; Να το πάμε. Είμαι το πνεύμα του καθρέφτη. Με κάλεσες αφέντη;

-Αυτό μάλιστα!

-Α τόσο καλά; Πιο παλιατζούρα πεθαίνεις! Σιγά μη σου πλύνω και τα πόδια όπως η Μαίρη τον Τζέι Σι[1].

-Αυτό είναι άνω ποταμών.

-Και άνω και κάτω και σε όποιο ποτάμι θες. Εγώ μέσα! Τόσο καιρό εδώ πέρα μιζέριασα. Θέλω τις τσάρκες μου στην εξοχή που λένε.

-Τι φρασεολογία είναι αυτή; Λες και ακούω τα βρωμόπαιδα του γείτονα από απέναντι. Δεν μπορεί μια οντότητα σαν εσένα να μιλάει έτσι.

-Και γιατί παρακαλώ; Πνεύμα είμαι και μιλάω όπως που καπνίσει. Πάει με τον καπνό μου βλέπεις! Εσύ τι ζόρι τραβάς; Με βρήκες, με κάλεσες και είμαι εδώ.

-Κάλεσα μια οντότητα που υπάρχει για αιώνες με σοφία και δύναμη που μπορεί να πραγματοποιήσει την κάθε μου επιθυμία. Δεν κάλεσα ένα αλητήριο που φέρεται με ασέβεια σε αυτόν που τον κάλεσε και μπορεί να τον διώξει ή να του κάνει ακόμα χειρότερα πράγματα. Φέρσου με τον δέοντα σεβασμό και πάψε να με ειρωνεύεσαι.

-Και ζοριλίκια ο θείος! Μπράβο και δεν στο χα. Ρίχτα τότε.

-Τι να ρίξω;

-Τα ζάρια. Αμάν σε τι ξενέρωτο έπεσα πάλι. Το χει η μοίρα μου τελικά. Έπρεπε να γραφτώ στην κλαδική όπως μου έλεγε το αδέλφι στο λυχνάρι, αλλά δεν τον άκουγα. Τώρα θα ήμουν τζετ και όχι εδώ μαζί σου.

Το πρόσωπο του Ορέστη είχε γίνει πιο κόκκινο και από τουλίπα. Αυτό τον ξεπερνούσε. Είχε ακούσει για ιδιοτροπίες πνευμάτων αλλά αυτό παραπάει . Μάζεψε όση υπομονή είχε και άρπαξε τον καθρέφτη με τα δυο του χέρια.

-Άκουσε με αναιδή πνεύμα. Σε κάλεσα και οφείλεις να με υπακούσεις. Σύμφωνα με τα αρχαία γριμόρια είσαι δεσμευμένος σε αυτό τον καθρέφτη για να υπακούς το θέλημα αυτού που το κατέχει. Η θα συμμορφωθείς ή θα υποστείς τις συνέπειες.

Και ξεκίνησε να απαγγέλει μια από τις φράσεις που είχε μάθει απέξω σε περίπτωση που τα πράγματα ξέφευγαν από τον έλεγχο του. Η επιφάνεια του καθρέφτη άρχισε να πάλλεται και να γεμίζει με κόκκινο καπνό. Το πρόσωπο στην επιφάνεια πήρε μια έκφραση πόνου.

-Α δεν ξηγιέσαι τίμια θείο. Εγώ σου μίλησα στα ίσια και εσύ βάζεις τα μεγάλα μέσα; Άντε να σε δω τι θα κάνεις άμα την κάνω από εδώ. Θα σου μείνει αμανάτι ο καθρέφτης να κοιτάς την ξινισμένη μάπα σου!

-Δεν θα πας πουθενά σκλάβε! Είσαι εδώ για να με υπηρετείς και αυτό θα κάνεις.

-Έτσι λες; Τσάο θειούλη! Θα σε δω στην κόλαση μωρό μου.

Και κλείνοντας πονηρά το μάτι η μορφή στον καθρέφτη χάθηκε τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε. Το τρεμούλιασμα σταμάτησε και όλα έγιναν όπως πρώτα. Ο Ορέστης έμεινε να κοιτάει παγωμένος. Τι συνέβη; Τι πήγε λάθος; Τίποτα από όσα έγιναν εδώ πριν λίγο δεν τα βρήκε κάπου γραμμένα. Τόσα χρόνια πήγαν άδικα.

Κάθισε στο πάτωμα και για ώρα δεν μιλούσε. Ένα δάκρυ μόνο κύλισε στο μάγουλο του και έπεσε στο πάτωμα. Έσυρε το βήμα του στο σαλόνι αφήνοντας τον καθρέφτη, που πήρε με τόση χαρά και με τόσα όνειρα, μόνο στο σκοτεινό δωμάτιο. Μέσα στη ησυχία ένα αμάξι πέρασε κάτω από το σπίτι του Ορέστη.

«Φωτιά στα σαββατόβραδα, να μην ξαναγυρίσουν...» ακούστηκε και για μια στιγμή ένα πρόσωπο με κενά μάτια και ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε στην επιφάνεια του καθρέφτη.


[1] J.S. αργκό για το Jesus Christ

Η Μαγεία της γραφής
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε