
Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
«Ζητείται άτομο χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, φοβίες και ψυχολογικά προβλήματα, με όρεξη για δουλειά και καθημερινή άσκηση. Μισθός πολύ ικανοποιητικός.»
Ποιος να του το έλεγε του Φανούρη τι δουλειά θα του φανερωνόταν με εκείνη την αγγελία που βρήκε στην πρωινή εφημερίδα που διάβαζε. Την προμηθευόταν σχεδόν κάθε μέρα προς αναζήτηση εργασίας, αλλά δεν είχε καταφέρει μέχρι στιγμής να βρει κάτι.
Παιδιά, σκυλιά δεν είχε, ελεύθερο πουλάκι ήταν, δεν έχασε την ευκαιρία. Η κοπέλα που απάντησε στο τηλέφωνο του ζήτησε να παρουσιαστεί σε ένα γραφείο κοντά στο λιμάνι την επόμενη μέρα. Εκεί στριμώχτηκε με δεκάδες άτομα περιμένοντας υπομονετικά. Όταν έβλεπε τις ενοχλημένες εκφράσεις όσων αποχωρούσαν, άρχισε να ανησυχεί.
Όταν βρέθηκε μπροστά στο γραφείο από παλιό ξύλο και αντίκρισε τον κουστουμάτο άνδρα με την καλύπτρα στο ένα μάτι, η γλώσσα του δέθηκε κόμπος.
-Μήπως είστε μουγκός κύριε; Γιατί δεν μας κάνετε αν είστε! Είπε αυστηρά ο συνομιλητής του.
- Όχι... με συγχωρείτε. Απλά...
Τον έκοψε πριν συνεχίσει. Τον βομβάρδισε με ερωτήσεις χωρίς να τον αφήνει μα πάρει ανάσα. Όταν η περιέργεια του άνδρα κόπασε, ήρθε το νέο. Υπήρχε μια κενή θέση φαροφύλακα που έπρεπε να καλυφτεί άμεσα γιατί κινδύνευε η ασφάλεια πολλών πλοίων που διέσχιζαν τα επικίνδυνα νερά σε εκείνο το σημείο του Ατλαντικού. Ο μισθός ήταν υπέρ αρκετός για να ζήσει άνετα, θα είχε προμήθειες κάθε μήνα και όποια ευκολία ζητούσε, αρκεί να ήταν εφικτή. Αλλά απαγορευόταν ρητά η ύπαρξη σχέσης ή συζύγου γιατί θα αποσπούσε τον εργαζόμενο από τα καθήκοντά του.
Άκουγε επί ώρα τα προτερήματα της δουλειάς και δεν κατάλαβε πότε υπέγραψε τα τρία αντίγραφα του συμβολαίου, πότε επιβιβάστηκε στο τετραθέσιο υδροπλάνο και πότε βρέθηκε σε εκείνο το μικρό νησάκι. Στο κέντρο ενός λόφου, τους βράχους του οποίου είχε φάει η αλμύρα και τους έκανε να μοιάζουν με χέρι γίγαντα που βγαίνει να αρπάξει το θύμα του, στεκόταν ο φάρος. Ψηλός, επιβλητικός με ένα φως που θα έπρεπε να ανάβει λίγο πριν ο ήλιος δύσει και να μένει αναμμένο μέχρι λίγο μετά την αυγή.

Στη βάση του λόφου υπήρχε το σπιτάκι του. Τι σπιτάκι δηλαδή, αρχοντικό. Τι πλακάκια, τι τζάκια, τι πλάσμα τηλεόραση, μέχρι και ένα υπερσύγχρονο υπολογιστή συνδεδεμένο με εκτυπωτή και φαξ πάντα online δορυφορικά για να ενημερώνεται ανά πάσα στιγμή για τις εξελίξεις.
Και από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε η ρουτίνα του. Πρωί προς μεσημέρι που ξυπνούσε έλεγχος αλληλογραφίας και δελτίο καιρού, μικρή βόλτα στο νησάκι για άσκηση ( κάνει καλό στην καρδιά και η θάλασσα τον ηρεμούσε) και αρκετός ελεύθερος χρόνος μέχρι το απόγευμα. Μετά ήταν η ανάβαση των τριακοσίων σκαλοπατιών και η λειτουργία του φάρου. Και το ατελείωτο ξενύχτι, που τις βραδιές με πιο άσχημο καιρό ήταν ότι χειρότερο γιατί πάντα τότε έβρισκε να πάθει κάποιο βραχυκύκλωμα ο μηχανισμός και δώστου ο Φανούρης ο Φαροφύλακας να σελώνεται το κασελάκι με τα εργαλεία και να τρέχει να φτιάξει τη βλάβη.
Για δέκα χρόνια αυτή ήταν η ρουτίνα του. Υπήρχαν στιγμές που από βαρεμάρα έφτανε στο σημείο της τρέλας, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί.
Όταν όμως ένα χειμωνιάτικο πρωινό βρήκε κάτω από τον βράχο του φάρου το κουφάρι ενός πλοίου του λύθηκαν τα γόνατα. Το πιο παράξενο όμως ήταν ότι φαινόταν σαν ένα παλιό σκαρί που χρόνια είχε να δει στη θάλασσα. Δεν ήξερε αν τέτοια πλοία κυκλοφορούν ακόμα.
Πήρε το όπλο, που στεκόταν άχρηστο στο ράφι δίπλα στον πόρτα και με βήμα δειλό προχώρησε προς το ναυάγιο. Το πλοίο είχε συντρίβει στα βράχια και ήταν διαλυμένο. Φώναξε, ξαναφώναξε αλλά απάντηση καμιά
Στη μια άκρη βρήκε μια γοργόνα ξύλινη και το μεγαλύτερο μέρος της πρύμνης στην οποία υπήρχε σκαλισμένο το όνομα του πλοίου.... «Σάντα Μαρία»
Έπρεπε να ειδοποιήσει, αλλά κάτι του έλεγε ότι την είχε άσχημα. Και δεν ήξερε πόσο...