
Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΣΚΟΥΦΟΣ
Όλα άρχισαν την πρώτη εκείνη ημέρα. Αφού οι κούτες άνοιξαν και τα πράγματα τακτοποιήθηκαν στο νέο και κατά πολύ μικρότερο του σπίτι, ο Σαμ ανακάλυψε πως υπήρχαν πολλά πράγματα που περίσσευαν. Κάποια που του ήταν πια άχρηστα και άλλα γεμάτα δυσάρεστες αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής του στην μεγαλούπολη. Τα στοίβαξε λοιπόν σε χαρτόκουτα που είχε περισσευούμενα και βγήκε προς αναζήτηση κάποιου πιθανού αγοραστή ή ενός μαγαζιού για να τα πουλήσει. Μετά από ώρες περιπλάνησης, τα βήματα του τον οδήγησαν σε ένα στενό. Μια μικρή βιτρίνα και μια απλή ξύλινη πόρτα τον καλωσόρισαν στο μαγαζί με τα φανταστικά ευρήματα του Αρμάντ. Έτσι έγραφε η πολυκαιρισμένη ξύλινη πινακίδα.
Το μαγαζί μύριζε λιβάνι και κάποιο εξωτικό φυτό που δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ο ιδιοκτήτης, ένας υπερήλικας με προσεγμένη εμφάνιση και γλυκιά φωνή, με χαρά δέχτηκε να εκτιμήσει τα υπάρχοντα του Σαμ και να αγοράσει ότι του τραβούσε την προσοχή. Όση ώρα μιλούσαν το βλέμμα του Σαμ είχε πέσει σε ένα παλιό σκούφο που αν και φθαρμένος είχε κάτι ιδιαίτερο.
-Βλέπω έχει καλό μάτι αγόρι. Έπεσες στο πιο ιδιαίτερο κομμάτι μου.
-Τι το ιδιαίτερο έχει αυτός ο σκούφος;
-Αυτός που μου το πούλησε είπε ότι ήταν μαγικός και μπορούσε να σε πάει σε παράξενα μέρη.
-Και; Ισχύει;
-Τι να σου πω. Όσο και να δοκίμασα δεν έγινε κάτι. Άλλα ίσως φταίει το γεγονός ότι έχω πάει σε όσα μέρη επιθυμούσα. Ίσως εσύ μπορείς να το κάνεις να δουλέψει. Αν το καταφέρεις, δικό σου.

Του το έδωσε, ήταν απαλός και είχε πολλά σχέδια επάνω του που δεν φαινόταν εκ πρώτης όψεως. Σε μερικές μεριές χρύσιζε ενώ σε άλλες ασήμιζε. Με δισταγμό το φόρεσε, αλλά δεν έγινε τίποτα.
Ενώ κοιτούσε στον καθρέφτη το είδωλο του, άρχισε να νιώθει ένα παράξενο και δριμύ κρύο να τον περιβάλει. Στο μυαλό του ήρθε ασυναίσθητα μια ιστορία για μια Βασίλισσα με ένα παγωμένο καθρέφτη. Το κρύο έγινε μεγαλύτερο και ο καθρέφτης φάνηκε να αλλάζει. Ο Σαμ τρόμαξε και γύρισε προς τον Αρμάντ. Μόνο που αντί για τον γέρο ιδιοκτήτη βρήκε έναν άλλο γέρο μπροστά του. Ψηλό, αρχοντικό, με μεγάλη λευκή γούνα και ασορτί καπέλο.
-Πως βρέθηκες εδώ άνθρωπε;
-Πού είναι το εδώ; Να με συγχωρείτε κύριε αλλά έγινε κάτι παράξενο. Αυτός ο σκούφος μάλλον φταίει.
-Α! τον κατεργάρη! Που τον βρήκες;
-Σε ένα παλιό μαγαζί που πήγα να πουλήσω κάτι πράγματα μου. Ο ιδιοκτήτης μου είπε ότι είναι μαγικός και εγώ τον δοκίμασα.
-Α μάλιστα. Εκεί κρυβόταν τόσο καιρό και φάγαμε τον κόσμο να τον βρούμε!
-Ποιοι τον φάγατε; Τι συμβαίνει; Μπορείτε να μου εξηγήσετε;
-Να ευχαριστείς την τύχη σου που ήρθες τώρα και όχι λίγες μέρες πριν.
Δίπλα του από το πουθενά εμφανίστηκαν άλλοι δυο άνδρες με παρόμοιες φορεσιές.
-Είμαι ο Ιανουάριος. Και από εδώ ο Δεκέμβρης και ο Φλεβάρης. Είμαστε οι μήνες του Χειμώνα. Ήρθαμε να μιλήσουμε με την Βασίλισσα για να διαπραγματευτούμε την αλλαγή του καιρού. Αλλά αυτό που μας βρήκε είναι ακόμα καλύτερο.
-Τη Βασίλισσα; Ποια Βασίλισσα;
-Εμένα!
Μια γυναίκα με πλούσια λευκά ρούχα και κοσμήματα στο σχήμα του πάγου στεκόταν στην άλλη πλευρά του δωματίου. Το βλέμμα της αν και πανέμορφο ήταν παγωμένο και του προκαλούσε φόβο.
-Βρίσκεσαι στο σπίτι μου άνθρωπε και εδώ εγώ βάζω τους κανόνες. Ο σκούφος θα πάει σε μένα και εγώ θα κάνω τις διαπραγματεύσεις τώρα!
-Σε γελάσανε, Μεγαλειοτάτη. Το αντικείμενο αυτό είναι δικό μας. το έφτιαξε ο Πατέρας μας όταν εσύ δεν υπήρχες. Μας επέτρεπε να πηγαίνουμε εκεί που πρέπει όταν πρέπει χωρίς να μας τρώνε οι δρόμοι. Αλλά κάποια στιγμή ο Αύγουστος μέσα στην ανεμελιά του το έχασε και από τότε ταλαιπωριόμαστε. Θα επιστρέψει στους νόμιμους ιδιοκτήτες του.
-Όχι αν το πάρω πρώτα εγώ στα χέρια μου. Μην ξεχνάς τις δυνάμεις μου, Ιανουάριε!
-Κι εσύ μην ξεχνάς ποιους έχεις μπροστά σου. Ελάτε αδέλφια! Σας καλώ!
Με μιας το δωμάτιο γέμισε με άλλους εννιά άνδρες με διαφορετικές ενδυμασίες. Οι πάγοι σε μερικά σημεία άρχισαν να λιώνουν και το βλέμμα της Βασίλισσας έδειχνε ότι εκείνη φοβόταν πλέον.
-Πάρε από εδώ του ζεστούς αδελφούς σου! Έξω από το παλάτι μου!
Με το ραβδί της έφτιαξε ένα παγωμένο στιλέτο και κάρφωσε τον Δεκέμβρη.
-Έχω λίγο από το αίμα σου! Θα έχω πάντα χειμώνα εδώ. Δεν θέλω να σας ξαναδώ! Φύγετε!
Οι δώδεκα άνδρες μαζί με τον Σαμ έφυγαν για ένα τόπο μακρινό. Εκείνος τους έδωσε το σκούφο και εκείνοι τον κράτησαν για σύντροφο και ιστορικό. Θα έγραφε τις ιστορίες του καθενός από τα ταξίδια του. Έτσι θα ζούσε πολλές ζωές και θα έκανε αυτό που πάντα αγαπούσε, να γράφει.