Ο ΝΕΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ

2021-03-29

Χαμογέλασε και κοίταξε μέσα από την οθόνη του τον ήλιο που έδυε.

Η ώρα πλησίαζε. Σήμερα οι τόποι τόσων χρόνων θα έπρεπε να ανταμειφτούν.

Ήταν σαν σήμερα που πριν δέκα χρόνια έλαβε την πρόσκληση να παραβρεθεί ενώπιον των Τάουνσεντ και Χάρτ για την ανάγνωση της διαθήκης ενός εκλιπόντος θείου του. Δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ αλλά είχε ακούσει πολλές ιστορίες ότι ήταν παράξενος και ιδιότροπος αλλά πάμπλουτος. Όλοι παρά τα όσα του καταλόγιζαν περίμεναν πως και πώς να πεθάνει για να δουν τι θα μπορέσουν να ροκανίσουν από την αμύθητη περιουσία του.

Στον Άντονυ έπεσε ο κλήρος όμως. Ήταν αυτός που κληρονόμησε την έπαυλη του θείου με ότι περιείχε μέσα χωρίς καμία εξαίρεση. Μόνος όρος ήταν να μην πουλήσει τίποτα και να μείνει στο σπίτι εκείνο για δέκα τουλάχιστον χρόνια. Άλλο που δεν ήθελε, από το ενοίκιο σε εκείνο το μικρό δώμα να μένει ξαφνικά σε μια έπαυλη.

Εντύπωση του έκαναν τις πρώτες μέρες τις εξερεύνησης η συλλογή των παλιών όπλων που είχε κρεμασμένα σε τοίχους και μέσα σε γυάλινες προθήκες καθώς και μια πόρτα που παρέμενε κλειδωμένη. Όσο και αν έψαξε για το κλειδί δεν μπόρεσε να το βρει και δυο κλειδαράδες που κάλεσε σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Είχε γίνει πολύς κόπος για να μείνει η συγκεκριμένη πόρτα κλειστή.

Και εκεί που το είχε πάρει απόφαση ότι ποτέ δεν θα μάθαινε τι υπήρχε πίσω από εκείνη την κλειδωμένη πόρτα, η επίσκεψη ενός εκ των δυο συμβολαιογράφων έφερε νέα δεδομένα. Μια σφραγισμένη επιστολή με βουλοκέρι και ένα μεταλλικό κουτί, που έπρεπε να παραδοθούν ένα μήνα μετά την εγκατάσταση του νέου ιδιοκτήτη, βρισκόταν τώρα πάνω στο παλιό δρύινο γραφείο και περίμεναν να ανοιχτούν.

«Αγαπημένε μου κληρονόμε,

Λυπάμαι που το δώρο μου δεν είναι τόσο απλό όσο θα περίμενες. Είναι μεγαλόπρεπο, δεν λέω, κρύβει όμως ευθύνες. Και έπρεπε να σιγουρευτώ ότι ο αποδέκτης θα κρατούσε το λόγο του και θα έμενε στην οικεία μου προτού προβώ σε αυτή την αποκάλυψη.

Τα υπόγεια του σπιτιού κρύβουν ένα βαρύ μυστικό, κληρονομιά της οικογένειας εδώ και πολλά χρόνια που το βάρος του τώρα πέφτει στους δικούς σου ώμους. Το κλειδί που βρίσκεται μέσα στο κουτί οδηγεί σε ένα μυστικό χώρο, κάτι ανάμεσα σε καταφύγιο, φρούριο και φυλακή. Μέσα του βρίσκεται το τέρας που ο προπροπάππους μου κατάφερε να αιχμαλωτίσει. Βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας αλλά σε λίγα χρόνια οι άμυνες θα αρχίσουν πάλι να πέφτουν.

Πρέπει να μείνεις άγρυπνος φρουρός μήπως και αυτό συμβεί νωρίτερα και στο διάστημα αυτό να ακολουθήσεις τις οδηγίες που εσωκλείονται μαζί με το κλειδί.

Δεν είμαι κανένας τρελός, αν θες να πεισθείς κατέβα αυτή τη στιγμή κάτω και δες με τα ίδια σου τα μάτια το τέρας να αναπαύεται στην υγρή φυλακή του.

Δεν πρέπει να ξυπνήσει γιατί μαζί του θα ξυπνήσουν οι δυνάμεις του Σκότους.

Έσω γενναίος, στάσου στο ύψος των περιστάσεων, μην προδώσεις την κληρονομιά σου.

Ο θείος σου,

Αβραάμ Βαν Χέλσινγκ »

Νόμιζε ότι κάποιος του έκανε πλάκα, αλλά η περιέργεια του τον έκανε να το ελέγξει. Το κλειδί ταίριαξε και σε λίγο μπροστά του, πίσω από μια λεία επιφάνεια, βρισκόταν ένα αποστεωμένο πλάσμα, με εκτεθειμένους τους μεγάλους του κυνόδοντες και ντυμένος με ρούχα ευγενή μιας άλλης εποχής.

Τα πόδια του λύθηκαν και αφού έβγαλε ότι είχε προλάβει να φάει και αφού άδειασε μετά ψυγείο και κάβα για να συνέλθει προσπάθησε να δει τι θα κάνει.

Η περιουσία μεγάλη αλλά ο κίνδυνος μεγαλύτερος.

Του πήρε σχεδόν τρεις μήνες να πάρει κουράγιο και να αποφασίσει να ακολουθήσει τις οδηγίες του θείου. Περνούσε νύχτες ξάγρυπνος και κοιμόταν τις ημέρες, αυτό όμως τον βοήθησε να βγάλει πολύ ωραίες φωτογραφίες. Ήταν το επάγγελμα του και προσπαθούσε να κάνει μια δική του έκθεση όταν ήρθε η κληρονομιά. Τώρα η νυχτερινή ζωή της υπαίθρου και οι σκοτεινές γωνιές της έπαυλης του έδωσαν το υλικό που ήθελε. Έλπιζε να πάνε όλα καλά, να τη βγάλει καθαρή για να μπορέσει να εκπληρώσει επιτέλους το όνειρο του.

Ευτυχώς όλο εκείνο τον καιρό δεν έγινε τίποτα. Το πλάσμα έμενε ασάλευτο σε εκείνη την παράξενη φυλακή. Πολλές φορές θέλησε να την αγγίξει αλλά πάντα συγκρατιόταν. Μόνο την τελευταία νύχτα έπρεπε να το κάνει για να σφραγίσει με το αίμα του για άλλα εκατό χρόνια το πλάσμα εκεί μέσα.

Και να που ο καιρός ήρθε. Μέσω του κινητού του συνδέθηκε με μια από τις εξωτερικές κάμερες που είχε το σπίτι. Είδε τον ήλιο να δύει. Πήρε θάρρος και πλησίασε.

Έκοψε το δάχτυλο του με το τελετουργικό μαχαίρι που πήρε από μια από τις προθήκες και έπλυνε την πληγή με νερό φερμένο από τον Ιορδάνη με ειδική παραγγελία ( και απίστευτο κόστος).

Άγγιξε με τα χέρια του την επιφάνεια και ανατρίχιασε. Ήταν κρύα. Όταν όμως τα βύθισε μέσα της, ένιωσε τη ζέστη σαν κύμα από μικροσκοπικά ζωύφια να του κυριεύουν το χέρι από τα ακροδάχτυλα έως τον καρπό και ύστερα σιγά σιγά να φτάνει έως την ψυχή του. Χωρίς δεύτερη σκέψη βύθισε κι άλλο τα χέρια του μέχρι που ένιωσε ότι ακουμπούσε το σώμα του πλάσματος. Δεν έγινε απολύτως τίποτα και αυτό του έδωσε θάρρος να συνεχίσει.

Είχε αποστηθίσει τα λόγια και είχε μελετήσει πολλές μέρες ώστε να μην κάνει το παραμικρό λάθος που, σύμφωνα με τον θείο του, θα ήταν ολέθριο. Βλέποντας όμως να μη συμβαίνει τίποτα, άρχισε να έχει αμφιβολίες για όλη αυτή την κατάσταση, μέχρι που σκέφτηκε ότι ήταν κι αυτό μια ακόμα δοκιμασία ενός παράξενου γέρου που ήθελε να τρελάνει τους επίδοξους κληρονόμους και σφετεριστές της περιουσίας του.

«Βαν Χέλσινγκ....»

Ένας ψίθυρος τον επανέφερε στο τώρα και ένας πόνος στα χέρια έκανε την καρδιά του να χάσει χτύπους. Μέσα στο παράξενο αυτό κατασκεύασμα το πλάσμα έμοιαζε σαν να τον κοιτάει. Το άδειο βλέμμα είχε αντικατασταθεί από δυο κατακόκκινες σπίθες και κάτι αιχμηρό είχε βγει από το σώμα του τρυπώντας τα χέρια του Άντονυ.

«Ήρθες να με ξυπνήσεις αγόρι μου;» η φωνή ερχόταν από εκεί μέσα, αχνή και τραχιά προκαλούσε ανατριχίλα.

Έκανε λάθος που αφέθηκε στην αμφιβολία. Βρήκε γρήγορα το θάρρος του και κλείνοντας τα μάτια άρχισε την απαγγελία.

In nomine Dei in meo sanguine familiae ...

« Σταμάτα! Δεν ξέρεις ποιος είμαι! Με εμένα σύμμαχο σου, κάθε όνειρο θα γίνει πραγματικότητα. Κάθε πόθος θα εκπληρωθεί...»

Δεν είχε πολύ χρόνο και οι πονηρές σκέψεις του πλάσματος τρύπωναν μέσα του προσπαθώντας να τον αποσπάσουν από το στόχο του. Τώρα δεν υπήρχε ο Άντονυ ο φωτογράφος, ήταν ένας συνεχιστής της κληρονομιάς του. έπρεπε να φανεί αντάξιος, για μια φορά στη ζωή του να κάνει κάτι.

In nomine Dei in meo sanguine familiae ego Draculea ponatur ut singnaculum super carcerem!

(Στο όνομα του Θεού, με το αίμα της οικογένειας μου σφραγίζω τη φυλακή σου, Δράκουλα!)

Είπε με όλη του τη δύναμη και τη θέληση. Ένιωσε τον πόνο στα χέρια να υποχωρεί και ένα γρύλισμα δεκάδων ζώων αντήχησε στο δωμάτιο. Άρχισε να τραβάει σιγά σιγά τα χέρια του πίσω αλλά κάτι είχε μπλεχτεί στο αριστερό του δάχτυλο. Έβαλε όση δύναμη είχε, έβαλε αντίσταση και ενώ κατάφερε να βγάλει το δεξί του χέρι, το άλλο κινούταν πολύ αργά. Ένιωθε την φυλακή να στερεοποιείται και ήξερε τι θα σήμαινε αυτό.

Το χέρι του άρχισε να παγώνει όσο πλησίαζε στην επιφάνεια αλλά ο Άντονυ δεν τα παράτησε. Ζορίστηκε, πόνεσε τόσο που κόντεψε να λιποθυμήσει αλλά όταν όλα τέλειωσαν κρατώντας το ματωμένο του χέρι κοιτούσε την φυλακή του τέρατος με ένα χαμόγελο. Μπορεί να του στοίχισε λίγο περισσότερο αίμα από όσο έλεγαν οι οδηγίες αλλά μέχρι να έρθει ο επόμενος διάδοχος της κληρονομιάς των Βαν Χέλσινγκ, το πλάσμα δεν θα απειλούσε κανέναν.

Με σερνόμενο βήμα άφησε πίσω του το σκοτεινό δωμάτιο. Μόνο όταν απόλυτο σκοτάδι απλώθηκε και ησυχία βασίλεψε δυο μικρές κόκκινες σπίθες φώτισαν την φυλακή του πλάσματος.

Η Μαγεία της γραφής
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε