Ο ΟΡΚΟΣ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Έβαλε η νύχτα τα καλά της και βγήκε στο σεργιάνι. Σήμερα είχε την τιμητική της. Όλοι θα έστρεφαν το βλέμμα τους στον ουρανό για να θαυμάσουν το φεγγάρι. Ένα θέαμα μαγευτικό και συνάμα μυστηριακό.
Ένα ζευγάρι μάτια κοιτάζει όμως πιο περίεργα, πιο λαίμαργα. Το βλέμμα δεν έχει θαυμασμό, αλλά ανυπομονησία. Περιμένει τη σημερινή νύχτα να ναι αυτή που πρόσμενε.
Είναι δικό αυτό το βλέμμα. Για καιρό περίμενα ένα τέτοιο βράδυ και ελπίζω να είναι το σημερινό. Από τότε που η τύχη οδήγησε τα βήματα μου σε εκείνο το υπόγειο μαγαζί, που μύριζε παλιό χαρτί και κανέλα, άλλαξαν όλα. Ανάμεσα σε καλοδιατηρημένα παλιά βιβλία και αμέτρητα περιοδικά ποικίλης ύλης, ένας μικρός δερματόδετος τόμος έπεσε στην κυριολεξία πάνω μου. Μια παλιά μετάφραση στην καθαρεύουσα ενός βιβλίου με παλιούς μύθους και θρύλους του κόσμου ήταν ότι χρειαζόμουν σε εκείνη τη φάση της ζωής μου. Χαλάλι ο μισός μισθός που έδωσα, θα έτρωγα με μέτρο τον υπόλοιπο μήνα.
Για μέρες κλεισμένος τα βράδια στο μικρό μου δώμα, εκεί που τα παλιά τείχη στέκουν υπερπροστατευτικά και αειθαλή σε πείσμα των καιρών, έμαθα όλο το βιβλίο απέξω και ανακατωτά.
Από όλα όσα διάβασα ένα ήταν αυτό που μου έκανε εντύπωση. Ένας θρύλος για το «Ματωμένο Φεγγάρι» του Αυγούστου. Κάτι θυμάμαι να έχω ακούσει αλλά τότε τα χείλι ήταν αναξιόπιστα και δεν έδωσα σημασία. Αλλά τούτο εδώ το βιβλίο πιστοποιούσε τα αληθή. Μια νύχτα, ένας τόπος και λίγα λόγια δοσμένα σωστά είναι αρκετά για να αλλάξουν τη ζωή αυτού που θα βρεθεί ενώπιον του Φεγγαριού, του φωτεινού άρματος της Εκάτης, θεάς της Νύχτας, της Μαγείας και των Σταυροδρομιών.
Ο τόπος, τι άλλο, ένα τρίστρατο στα όρια της πόλης. Ερημιά γύρω, όπως περίμενα. Ο χρόνος, ή στιγμή που το φως του ολόγιομου φεγγαριού κάλυπτε τον σχεδιασμένο κύκλο μέσα στον οποίο τα δώρα στη Θεά ήταν τοποθετημένα.
Τα λεπτά περνούν αργά και βασανιστικά. Μέσα μου ένας φόβος ότι ούτε σήμερα θα ήταν η μοιραία βραδιά με έσπρωχνε να φύγω. Αλλά το πείσμα μου, που με ακολουθεί για χρόνια, δεν με άφηνε να το κάνω.
Όταν όλος ο κύκλος γέμισε φως και τα μικρά ασημικά λαμποκοπούσαν κατακόκκινα από το φως της Σελήνης, η ώρα είχε φτάσει.

Έστρεψα το βλέμμα, την κοίταξα όπως κοιτούσε κι αυτή εμένα και ένιωσα ένα πρωτόγνωρο ρίγος. Αυτή πρέπει να είναι η στιγμή, σκέφτηκα.
«Κυρά της Νύχτας, Κυρά των Μυστικών και των Κρυμμένων πόθων. Αρχόντισσα που στέκεις στο πλευρό του Άδη και φροντίζεις τους διαβάτες που προσεύχονται σε σένα, άκουσε με.
Δε σε γνώρισα και ζω χρόνια μετά την εξαφάνιση σου, αλλά είμαι εδώ και τηρώντας τις παλιές συνθήκες σου έφερα τα δώρα που αρμόζουν σε μια Βασίλισσα.
Ορκίζομαι τούτη εδώ τη νύχτα, που το άρμα σου είναι πιο κοντά σε μας από ποτέ πως αν καταδεχτείς και ρίξεις το βλέμμα σου πάνω μου, αν με ευλογήσεις με τη γνώση και τα χαρίσματα σου, θα φροντίσω να εκπληρώσω όποια αποστολή μου δώσεις!»
Με μια καρφίτσα σφράγισα τον όρκο και φρόντισα να θάψω τα δώρα εκεί που κανείς δεν θα τα έβρισκε. Έφυγα νιώθοντας διαφορετικά, σαν κάτι ή κάποιος να με παρακολουθεί. Ήταν το φεγγάρι που δεν σταματούσε να σκορπίζει το φως του ή μήπως κάποιος άλλος;
Το μέλλον θα δείξει αν πλανεύτηκα κι εγώ όπως τόσοι και τόσοι ή αν η Κυρά την Νύχτας άκουσε τον όρκο που έδωσα στο Ματωμένο της Φεγγάρι.