ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ…Η ΚΑΙ ΟΧΙ

2020-12-07

Η φλόγα κοκκίνιζε στο τζάκι του πανδοχείου «Χρυσός Δαυλός». Λίγα τραπέζια ήταν γεμάτα γιατί η κακοκαιρία κράτησε όλους τους μόνιμους θαμώνες στο σπίτι. Μόνο όσοι έμεναν εκεί είχαν κατέβει για ένα βραδινό ποτό. Ανάμεσα τους δυο φιγούρες καθισμένες στο ακριανό τραπέζι δίπλα στο τζάκι. Ο ένας, νεαρός σε ηλικία με κάπως πολύχρωμη ενδυμασία, είχε μόλις τελειώσει το ποτό του και βγάζοντας ένα πάπυρο, ένα μικρό μελανοδοχείο και ένα φτερό χήνας τα έστρωσε στο ξύλινο τραπέζι κοιτώντας με αγωνία στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Εκεί ένας κοντύτερος άνδρας με μακριά γκρίζα γενειάδα που κατέληγε σε τρία χρυσά δακτυλίδια όμορφα δεμένα, απολάμβανε το κάπνισμα μια ξύλινης πίπας κάνοντας δαχτυλίδια καπνού. Φυσώντας τον καπνό για άλλη μια φορά γύρισε και κοίταξε το νέο που κρεμόταν από τα χείλια του.

«Άκου να δεις κυρ Βάρδε, δε μ'αρέσει να λέω ιστορίες και να κοκορεύομαι για πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. Ότι έκανα το έκανα επειδή το θεωρούσα σωστό. Έτσι έμαθα από τους γονείς μου και αυτοί από τους δικούς του και αυτό πάει χρόνια πίσω στον καιρό του Πρώτου από το είδος μας. Αν και δεν ήρθες εδώ να μάθεις για μας γιατί από όσα ξέρω γνωρίζεις πολλά και για μας και για την ιστορία μας. Και επειδή αν και ξέρεις και τα καλά μας και τα όχι και τόσο καλά μας και παρόλα αυτά εσύ συνεχίζεις να μας επαινείς σε άφησα να καθίσεις δίπλα μου απόψε, να μοιραστούμε το φαγητό και το κρασί από την κανάτα αυτή και να σου πω μια ιστορία. Αλλά όλα με τη σειρά τους.

Μπορεί όλοι σε αυτά τα μέρη να με ξέρουν σαν Ασημογένη αλλά αυτό δεν είναι το πραγματικό μου όνομα. Γεννήθηκα στα Βουνά του Γκοντριν πριν πολλά πολλά χρόνια σαν Γκόντρικ Άνβιλαρ γιός του Γκρούγκνι Άνβιλαρ, του καλύτερου σιδερά και κατασκευαστή όπλων των Νάνων του Βορρά. Μεγάλωσα με τις παραδόσεις του λαού μου και από μικρός έμαθα να χειρίζομαι το σφυρί και το αμόνι. Το να παίρνεις το κρύο μέταλλο και να το πλάθεις όπως θες μετατρέποντας το σε ένα τσεκούρι ή ένα ξίφος ζηλευτό είναι ένας άθλος που πρέπει να περάσεις με μόνους συμμάχους την γνώση, την εμπειρία και τα εργαλεία σου. Αυτό έλεγε ο πατέρας μου και αυτό έπραξα στη ζωή μου. Πολλά όπλα και πανοπλίες βγήκαν από τα χέρια μου και στόλισαν τα κορμιά και τα χέρια πολεμιστών της φυλής μας. Η φήμη της οικογένειας μας έφτασε και στα αυτιά των ανθρώπων. Με κάλεσαν στην αυλή ενός άρχοντα που υποσχέθηκε να μου δώσει ότι ζητούσα για να του φτιάξω ένα όπλο που όμοιο του δε θα υπήρχε. Ένα όπλο που κανείς δε θα μπορούσε να νικήσει. Πόσο ανόητος ήμουν. Εμπιστεύτηκα τον άνθρωπο χωρίς να τα ζυγίσω καλά. Σα να ξεκινούσα να φτιάξω μια λεπίδα χωρίς να έχω υπολογίσει την ποσότητα και την ποιότητα των υλικών. Πέρασα μήνες στον πύργο του, στο σιδεράδικο που φτιάχτηκε όπως ζήτησα, πάνω από τη καυτή φλόγα του καμινιού βάζοντας όλη την τέχνη μου γιατί θα ήταν η πρώτη φορά που ένα δημιούργημα μου θα εμφανιζόταν έξω από τα τείχη των Ψηλών Βουνών και ήθελα να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης του άρχοντα. Που να ήξερα ο ανόητος. Ναι όπως ακούς κυρ Βάρδε! Υπήρξα ανόητος!

Μέσα στο κάστρο γνώρισα ανθρώπους και κάποιοι από αυτούς κέρδισαν την εμπιστοσύνη μου. Ανάμεσα τους ο Έριν, ένας πολεμιστής από το Νότο στην υπηρεσίας του άρχοντα, με τον οποίο περνούσαμε ώρες τα βράδια συζητώντας για της χώρες μας, τα έθιμα μας και την ιστορία του καθενός. Ήταν ορφανός και για να ζήσει έγινε μισθοφόρος. Η μοίρα τον έφερε στην αυλή και εδώ πέρασε τη μισή ζωή του. Πως αυτά τα πλάσματα με τα τόσα λίγα χρόνια ζωής μπορούν να στριμώξουν τόσες εμπειρίες πάντα με έκανε να θέλω να τους ρωτήσω αλλά πάντα δεν έβρισκα την ευκαιρία.

Το τέλος της δουλειάς μου με βρήκε με ένα αξιέπαινο σπαθί στο χέρι και μια γερή φιλία. Ο Έριν με εμπιστευόταν κι εγώ του είχα πει ότι αν χρειαστεί να φύγω και βρεθεί σε ανάγκη να ξέρει ότι θα είμαι εκεί να του προσφέρω ότι μπορώ. Έτσι είμαστε εμείς. Αν εμπιστευτούμε κάποιον και κερδίσει τη φιλία μας μένουμε πιστοί ως το τέλος. Παρουσίασα το ξίφος στον άρχοντα και του είπα με καμάρι ότι σπαθί σαν κι αυτό δεν έχει ξαναδεί και πως κανένα όπλο δε θα στεκόταν προς το δρόμο του φτάνει να το κραδαίνει για το καλό και μόνο. Σα να φάνηκε στο πρόσωπο του ένα χαμόγελο στο άκουσμα των λέξεων αυτό αλλά γρήγορα έγινε γλυκός και αφού με ευχαρίστησε μου είπε να ζητήσω ότι ήθελα και θα το είχα. Του ζήτησα διορία μέχρι την επόμενη μέρα για να το σκεφτώ. Το ίδιο απόγευμα καθώς είδα το φίλο μου σκεπτικό τον πλησίασα για να μάθω τη του συνέβη. Είχε μάθει από ένα έμπορο που βρήκε στην πόλη πως υπήρχε μια κοπέλα στα μέρη του που πίστευε πως ήταν η αδελφή του. Ο φίλος μου ήθελε να φύγει να πάει να μάθει την αλήθεια αλλά όσο ήταν δεσμευμένος με τον άρχοντα δε μπορούσε να πάει πουθενά. Το ίδιο βράδυ παρουσιάστηκα και ζήτησα την ανταμοιβή μου. Την ελευθερία του φίλου μου, δυο γερά άλογα και κάποια χρήματα για το ταξίδι.

Φύγαμε μαζί και ταξιδέψαμε σχεδόν τρία χρόνια. Το ταξίδι μας είχε πολλά απρόοπτα και δυσκολίες όμοιες με εκείνες που συναντούν όλοι όσοι ταξιδεύουν. Αλλά οι Θεοί ήταν σπλαχνικοί μαζί μας και δε μας βρήκε κανένα μεγάλο κακό, ξεπεράσαμε όλες τις δυσκολίες και στο τέλος βρήκαμε αυτό που ψάχναμε. Τα δυο αδέλφια έσμιξα ν ξανά μετά από χρόνια και εγώ χαρούμενος που βοήθησα ένα φίλο τους αποχαιρέτησα για να γυρίσω στο σπίτι. Πριν φύγω ο Έριν με ευχαρίστησε και ορκίστηκε πως όταν τον χρειαζόμουν θα ήταν εκεί φτάνει να τον καλούσα. Η Αντέλ, η αδελφή του μια γλυκιά κοπέλα που σώθηκε χάρη στη ευσπλαχνία ενός γέρου μάγου και δίπλα του έμαθε την τέχνη, στο αντίο μου χάρισε ένα χρυσό δαχτυλίδι λέγοντας μου « Σκέψου εμένα και τον Έριν καθώς το φοράς και θα έρθουμε σε σένα γρήγοροι σαν τον άνεμο». Τους ευχαρίστησα και τράβηξα το δρόμο μου.

Λαχταρούσα τόσο να δω τον τόπο μου. Τα ψηλά βουνά, τα αδέλφια μου και να πάρω ξανά τη θέση μου στα χνάρια του πατέρα μου. Το βήμα μου ήταν ταχύ, ο ύπνος σύντομος και το φαΐ επίσης. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό έφτασα στα σύνορα της χώρας μου. Εκεί με περίμενε ο τρόμος. Φλόγες παντού, ερημιά και καταστροφή. Χωριά καμένα, αδέλφια μου νεκρά και τα δάση κατεστραμμένα. Η πόλη μου από επιβλητική και μεγαλοπρεπή είχε γίνει ένα τεράστιο νεκροταφείο. Η θλίψη μου ήταν απέραντη. Γύριζα σαν τρελός ψάχνοντας να βρω ζωντανούς για να μου πουν τι είχε συμβεί. Μετά από μέρες εντόπισα μια μισό κτισμένη πόλη που είχαν καταφύγει όσοι επέζησαν. Εκεί έμαθα την φριχτή αλήθεια. Ένας στρατός ανθρώπων είχε επιτεθεί στη γη τους. Πολέμησαν γενναία αλλά ο αρχηγός των ανθρώπων ήταν σκληρός, επιδέξιος μαχητής και είχε στην κατοχή του ένα όπλο ανίκητο! Κανένα όπλο του λαού μου δε μπόρεσε να του αντισταθεί. Σε μια μάχη κάποιοι είδαν ένα γενναίο Νάνο να του χιμάει με ένα πολεμικό τσεκούρι στο κάθε χέρι και με ένα χτύπημα του τα διέλυσε. Με ένα ακόμα τον άφησε νεκρό μέσα στο πεδίο της μάχης. Για να τον τιμήσουν έφεραν το σώμα του σε αυτή την πόλη και του έφτιαξαν μνημείο. Θέλησα να το δω και ένα δάκρυ κύλησε, το πρώτο από μια σειρά δακρύων καθώς στεκόμουν μπροστά στον τάφο του ίδιου μου του πατέρα.

Όσο πιστοί είμαστε σε μια φιλία, τόσο σκληροί μπορούμε να γίνουμε όταν κάποιος κάνει κάτι κακό σε μας ή τους δικούς μας. Και αυτό που είχε κάνει ο άρχοντας στο λαό μου ήταν φριχτό! Έπρεπε να πληρώσει. Και εφόσον εγώ έφταιξα για τη δύναμη αυτού του ανθρώπου, εγώ θα του τη στερούσα. Ακόμα και με την τελευταία μου ανάσα θα τον τιμωρούσα στο όνομα του πατέρα μου και όλων όσων βρήκαν το θάνατο από το όπλο του.

Κλείστηκα σε ένα σπίτι και το έφτιαξα για να γίνει ένα καλό μεταλλουργείο. Άναψα τη φωτιά και την πύρωνα για μέρες. Ταξίδεψα στα ερείπια της πόλης μου και έφερα μέταλλα που μπόρεσα να σώσω από όπου μπορούσα να βρω. Μέσα στα ερείπια βρήκα και κάτι που μου έδωσε παραπάνω κουράγιο. Βρήκα τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πρώτος σιδεράς της πόλης σχεδόν άθικτα. Με αυτά και με όσο μέταλλο μπόρεσα να μαζέψω γύρισα και στρώθηκα στη δουλεία. Έτρωγα λίγο και δούλευα πολύ. Χρησιμοποίησα όλα τα μυστικά που είχα μάθει δίπλα στο δάσκαλο μου και όλα όσα έμαθα στο ταξίδι με το φίλο μου. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πολεμικό τσεκούρι που άστραφτε στο φως του ήλιου. Χάραξα πάνω του με ρουνικές γραφές το όνομα «Τιμωρός» και αφού προσευχήθηκα στους θεούς μου ξεκίνησα για να αντιμετωπίσω τον μισητό Άρχοντα.»

Μια παύση επικράτησε στο χώρο. Ο Ασημογένης έκανε μια γερή ρουφηξιά από την πίπα του και σχημάτισε ένα μεγάλο δαχτυλίδι.

«Λοιπόν ; Τι έγινε :»

«Τι θες να γίνει:»

«Με τον Άρχοντα τι έγινε; Τον βρήκες;»

«Ναι...»

«Και ; Πήρες εκδίκηση ;»

«Δεν πρόλαβα κυρ βάρδε. Με πρόλαβαν!»

«Ποίος σε πρόλαβε; Ο φίλος σου ο Έριν να φανταστώ ;»

«Έχεις τρανή φαντασία. Αυτό στο αναγνωρίζω. Αλλά όχι δεν ήταν ο Έριν.»

«Τότε ποιος ;»

«Ο Θάνατος Βάρδε! Ο Άρχοντας είχε ένα όπλο που μπορούσε να νικήσει τους πάντες έκτος από έναν. Το ίδιο το Θάνατο! Αυτόν κανείς δε μπορεί να τον νικήσει ακόμα και με τα καλύτερα όπλα στη γη. Έρχεται πάντα για όλους και όλοι είναι αδύναμοι μπροστά του. Αυτό με έκανε να σκεφτώ πως η εκδίκηση όσο δίκαια και αν φαίνεται, αν βγαίνει από μας , δε παύει να είναι θνητή. Αυτοί εκεί πάνω που ορίζουν τη ζωή μας και ξέρουν και κρίνουν το σωστό και το δίκαιο, αυτοί θα πάρουν την τελική απόφαση για σένα είτε είσαι ήρωας... ή όχι»

Η Μαγεία της γραφής
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε