ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ… ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΟΥΝ;;
Εκείνη τη νύχτα, που το φεγγάρι δεν βγήκε
Και η βρόχα έπεφτε ραι θρου...
Κάποιος έλεγε αυτά τα λόγια από τα ηχεία. Γνωστή η μελωδία αλλά μέχρι εκεί. Ο άνδρας καθόταν στο παγκάκι ενός πάρκου και η μουσική έφτανε στα αυτιά του από ένα αμάξι που ήταν σταματημένο εκεί κοντά. Και ταίριαζε κατά το ήμισυ γιατί και απόψε η νύχτα ήταν σκοτεινή. Το φεγγάρι αποφάσισε λες να κρυφτεί και μαζί να κρύψει και το φως του από τον κόσμο. Και μαζί με αυτό και τη μνήμη του άνδρα εκείνου.
Ένιωθε το κεφάλι του βαρύ, κάτι τον σούβλιζε λίγο πάνω από το δεξί του μάτι, αλλά όσο και να το ακούμπησε δεν βρήκε αίμα. Τι του συνέβη, κάτι άσχημο σίγουρα σκέφτηκε. Πώς είχε βρεθεί εκεί δεν ήξερε. Τα βήματα του τον είχαν οδηγήσει σε τούτη την πλατεία περπατώντας αργά και με εκείνη τη παράξενη τσάντα μαζί του σε όλη τη διαδρομή. Την είχε ακουμπισμένη δίπλα και την κοιτούσε. Προσπάθησε να σκεφτεί αν του θύμιζε κάτι αλλά δεν του ερχόταν τίποτα. Ένα κενό βάραινε το μνημονικό του, λες και κάτι μαύρο και σκοτεινό σαν την νύχτα είχε χωθεί μέσα στο κεφάλι του και εμπόδιζε την όποια ανάμνηση. «Άσχημο αυτό» σκέφτηκε «Αν δεν ξέρω ποιος είμαι και τι κάνω πως θα μπορέσω να με βοηθήσω.»
Ψάχτηκε πολλές φορές μπας και βρει κάποιο χαρτί ή κάτι τέλος πάντων που θα μπορούσε να τον βοηθήσει αλλά εκτός από αυτή τη δερμάτινη τσάντα δεν είχε τίποτα άλλο.
Με δισταγμό την άνοιξε. Το βάρος της δεν ήταν μεγάλο αλλά είχε διάφορα πράγματα μέσα. Πρώτα το χέρι του έπιασε μια μάσκα, κάτασπρη και ανέκφραστη τον κοιτούσε και του θύμιζε εκείνον. Τέτοια θα ήταν και η δική του έκφραση αν τον ρωτούσε κάποιος το οτιδήποτε. Την περιεργάστηκε για λίγο. Τι δουλειά είχε μια μάσκα στην τσάντα; Κάποιο δώρο; Ή μήπως ήταν δικιά του; Από έξω ήταν λεία αλλά από μέσα τραχιά. Κάτι τον τσίμπησε, πόνεσε. Ο πόνος λες και άναψε ένα μικρό λαμπάκι στη σκοτεινιά της δικής του νύχτας. Ένα άτομο ντυμένο ντόμινο με εκείνη την ιδία λευκή μάσκα προχωρούσε ανάμεσα σε άλλο κόσμο, χόρευε με ένα άλλο άτομο κάτω από τον έναστρο ουρανό. Και μετά τίποτα.
Μια ιστορία του ήρθε στο μυαλό. Ένα μικρό κορίτσι άναβε σπίρτα και έβλεπε πράγματα. Μήπως τα αντικείμενα στην τσάντα ήταν τα δικά του σπίρτα;
Άφησε κάτω τη μάσκα και έβγαλε το επόμενο αντικείμενο. Ένα βραχιόλι περίτεχνο με πολλές πράσινες πέτρες. Έμεινε να το χαζεύει. Αντικείμενο ακριβό... σμαράγδια! Το όνομα φώτισε και πάλι τις σκιές της μνήμης του και μια ακόμα εικόνα ήρθε στο μυαλό του.
Το ίδιο βραχιόλι τοποθετημένο μέσα σε μια προθήκη, πάνω σε ένα πορφυρό μαξιλάρι. Το άτομο με το ντόμινο το περιεργάζεται όπως ο θηρευτής το θήραμα. Το γυροφέρνει και ξαφνικά ένα δυνατό μπαμ έκανε όλους να στρέψουν το βλέμμα αλλού, δυο χέρια βγήκαν κάτω από το ντόμινο και το βραχιόλι χάθηκε στο σκοτάδι της στολής.
Το ίδιο έγινε και στο μυαλό του, το γνώριμο σκοτάδι επέστρεψε. Χωρίς να χάσει λεπτά έβαλε το χέρι στην τσάντα... αλλά δεν βρήκε κάτι. Δεν μπορεί! Αυτά ήταν όλα; Έβαλε και τα δυο χέρια, ψαχούλεψε και κάτι έπιασε. Ένα χαρτί!
Το έβγαλε και το κοίταξε. Φύλο τράπουλας, μια γυναικεία φιγούρα.
Ντάμα καρό! Το φύλλο που του έλειπε! Εκείνο που πήρε τελευταίο.
Τώρα το ντόμινο δεν υπήρχε στην εικόνα, αλλά ένας άνδρας με τη μάσκα στα πόδια και το βραχιόλι ακουμπισμένο σε ένα τραπέζι. Κρατούσε χαρτιά. Τα πόνταρε όλα, ότι είχε και δεν είχε. Ακόμα και το τελευταίο του απόκτημα.
Είχε αυτά που ήθελε μόνο μια φιγούρα του έλειπε. Και εκείνη ήρθε. Και μαζί της το πανηγύρι που κράτησε για λίγο γιατί ο άνδρας απέναντι, πνιγμένος στους καπνούς του ακριβού του πούρου, στάθηκε πιο τυχερός. Αλλά δεν θα του στερούσε τον κόπο του.
Τώρα όλα ήταν ξεκάθαρα. Η βραδιά εκείνη ακόμα δεν τέλειωσε. Έπρεπε να κρυφτεί, τώρα που τα θυμόταν όλα έπρεπε να κρυφτεί.
Η βροχή ήρθε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του και μαζί και εκείνο το τραγούδι. Το αμάξι ήταν δικό του, αλλά που έβαλε τα κλειδιά;