Οι Ιστορίες γύρω από το τζάκι : Ντέρεκ (1ο μέρος)
Μαζευτείτε όλοι, υπάρχει θέση για όλους δίπλα στο τζάκι. Ο χειμώνας θα κρατήσει για πολύ ακόμα και το χιόνι μόλις άρχισε να πέφτει. Αυτό εδώ το μέρος είναι το μόνο ζεστό καταφύγιο από εδώ μέχρι τη Λίμνη του Ναθάντερ. Όσο μένουμε εδώ, ο χειμώνας δεν θα μας γραπώσει στις παγωμένες δαγκάνες του. Αλλά πώς θα περάσουμε αυτές τις κρύες νύχτες; Έχετε καμιά ιδέα;
Ιστορία; Ώστε θέλετε να ακούσετε μια ιστορία; Αυτό και αν είναι καλή ιδέα! Από ιστορίες, δόξα τους Θεούς, έχω πολλές μαζεμένες. Με ποια όμως να αρχίσω; Μια μικρή και σύντομη; Ή μήπως μια περιπέτεια ενός ήρωα;
Μμμ... νομίζω ξέρω τι θέλετε. Και ξέρω τι θα σας πω για να σας ικανοποιήσω. Δεν είναι τυχαίο που η Μοίρα μας έφερε όλους εδώ αυτό το βράδυ. Είστε τα αυτιά που πρέπει να ακούσουν αυτή τη συγκεκριμένη ιστορία.
Καθίστε αναπαύτηκα, ξεχάστε το κρύο και το χιόνι, αφήστε με να σας ταξιδέψω στο χώρο και στο χρόνο. Στον καιρό του Πρώτου Πολέμου...

***
Στην άκρη του μικρού χωριού ζούσε η οικογένεια του Ντέρεκ. Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και τα πιο πολλά έπιπλα και εργαλεία που θα έβρισκες στα σπίτια του χωριού αυτού είχαν βγει από τα χέρια του. Η μητέρα του, μια αντρογυναίκα που στα νιάτα της ήταν μια από τις ομορφότερες γυναίκες του Βορρά, φρόντιζε το σπίτι και τα επτά της αγόρια. Δύσκολη η ανατροφή τόσων παιδιών ακόμα και για ένα τόσο καλό τεχνίτη. Σπάνια έπαιρνε χρήματα, συνήθως τον πλήρωναν σε είδος. Καμιά κότα, μαλλί από πρόβατα, γάλα ή αυγά και άλλα τέτοια γέμιζαν το καρότσι του και έφταναν στο σπίτι. Και που να φτάσουν όλα αυτά για εννιά στόματα που έπρεπε να τραφούν κάθε μέρα. Η μητέρα έκανε το κουμάντο της όμως και χάρη στην εύσπλαχνη Θεά τα κατάφερνε.
Ο Ντέρεκ σαν πιο μικρός από όλα τα αδέλφια του είχε όλη την προσοχή και την φροντίδα της μητέρας του μέχρι να μεγαλώσει αρκετά για να μπορεί να συνεισφέρει κι αυτός στο σπίτι με τον τρόπο του. Τα μεγαλύτερα αδέλφια του, ο Χάλ και ο Ρον βοηθούσαν τον πατέρα στη δουλειά. Ο Σόρεν πρόσεχε τα ζώα και καμιά φορά τον βοηθούσε ο Ρίκο. Τα δίδυμα, Μπεν και Μπραν, βοηθούσαν τη μητέρα στο σπίτι και έκαναν ότι δουλειές μπορούσαν. Η μητέρα καμάρωνε για όλα της τα παιδιά και ήξερε πως και ο μικρούλης της θα ήταν το ίδιο άξιος.
Τα μεγαλύτερα αδέλφια, ειδικά οι δίδυμοι, δυσανασχετούσαν που ο μικρός Ντέρεκ δεν έκανε τίποτα απολύτως ακόμα και μέσα στο σπίτι. Αλλά η μητέρα δεν δεχόταν αντίρρηση. Το παιδί ήταν ασθενικό και μέχρι να μεγάλωνε κι άλλο και να δυνάμωνε δεν θα έκανε τίποτα απολύτως.
Η αλήθεια ήταν ότι ο Ντέρεκ από τη μέρα που έγινε ενός έτους φάνηκε ότι δεν θα ήταν ένα κανονικό παιδί. Το ότι δεν έκλαψε όταν γεννήθηκε παραξένεψε λίγο τους γονείς του αλλά δεν έδωσαν και πολύ σημασία. Όταν όμως έγινε ενός έτους, το ίδιο βράδυ όλοι ξύπνησαν από τα κλάματα του. Όταν η μητέρα του προσπάθησε να τον παρηγορήσει, εκείνος με τα μάτια του υγρά ακόμα της έδειξε το παράθυρο λέγοντας με όσες λέξεις ήξερε ότι κάτι ήταν εκεί και ήθελε να μπει μέσα. Όσο όμως και αν έψαξαν όλοι δεν βρήκαν απολύτως τίποτα.
Οι εφιάλτες, έτσι τους εξήγησαν οι γονείς του Ντέρεκ, συνεχίστηκαν για πολλά βράδια μέχρι που ο πατέρας του απελπισμένος και λυπημένος για το μικρό του γιο πήγε στον πατέρα Γιόρικ, το μόνο άνθρωπο στο χωριό που ήταν πιο κοντά στου Θεούς. Του εξήγησε την κατάσταση και το επόμενο βράδυ ο ηλικιωμένος άνδρας επισκέφτηκε το σπίτι του ξυλουργού. Αφού προσευχήθηκαν όλοι στην Εύσπλαχνη και τον Προστάτη, ο πατέρας Γιόρικ έμεινε στο πλευρό του μικρού Ντέρεκ. Το ίδιο κι ολας βράδυ όταν ο μικρός ξύπνησε και κοίταξε με φοβισμένο βλέμμα το παράθυρο, ο ιερέας έστρεψε κι αυτός την προσοχή του προς τα εκεί. Και τότε ένιωσε κάτι κακό, κάτι παγωμένο και κακό να στέκεται έξω από το παράθυρο. Επικαλέστηκε τον Προστάτη και ξαφνικά μια άυλη φιγούρα εμφανίστηκε μπροστά στο τζάμι. Έμοιαζε με τον Τάϊρον, τον κυνηγό που είχε πεθάνει πριν ένα χειμώνα στο δάσος. Μόνο που τώρα αυτό που έβλεπε ήταν κάτι κακό που είχε τη μορφή αυτού του άνδρα. Βγήκε έξω και με τη δύναμη των Θεών έδιωξε μακριά αυτό το ανίερο πλάσμα μπροστά στα έκπληκτα μάτια του μικρού και των γονιών του.
Στη συζήτηση που ακολούθησε πίσω από κλειστές πόρτες και μόνο με τους γονείς, έμαθε πως πριν καιρό οι δυο άνδρες αγαπούσαν την ίδια γυναίκα και όταν εκείνη διάλεξε τον ξυλουργό, ο Τάϊρον θύμωσε και από τότε κοιτούσε με μισό μάτι τον Χάρολντ όσο και τα παιδιά του. Λίγο μετά τη γέννηση τν διδύμων φάνηκε αυτό το μίσος να κοπάζει, σε τέτοιο βαθμό που ο Τάϊρον είχε ζητήσει να του φτιάξει τη λαβή από το παλιό του τσεκούρι. Ο ξυλουργός έκανε ότι καλύτερο αλλά τον προειδοποίησε ότι η κεφαλή είχε ζημιές και αν δεν τις επιδιόρθωνε θα καταστρεφόταν το όπλο και μπορεί να τραυματιζόταν και ο ίδιος, όπως και είχε συμβεί.
« Ο γιος σας έχει χάρισμα. Δεν ξέρω την προέλευση του αλλά μπόρεσε να δει αυτά που οι άνθρωποι δεν βλέπουν. Να τον προσέχετε. Αν το χάρισμα του μεγαλώσει ή κάνει τίποτα άλλο, να με ειδοποιήσετε και θα τον πάμε στην πόλη, να τον εξετάσουν οι ιερείς στο Ναό της Προστασίας».
Τα λόγια αυτά του πατέρα Γιόρικ έφεραν παράξενα συναισθήματα στις καρδιές των γονιών του Ντέρεκ. Ο πατέρας από εκείνη τη μέρα δεν ξαναμίλησε για το γεγονός απλά ζήτησε από τη γυναίκα του να έχει υπό την προστασία της το μικρό. Αν έβλεπε κάτι παράξενο μόνο τότε θα του το έλεγε. Και μαζί θα αποφάσιζαν τι θα έκαναν.
Η μητέρα από την άλλη ένιωθε ότι τα λόγια του ιερέα έκρυβαν μέσα τους μια απειλή για το μικρό της παιδί. Τι θα συνέβαινε αν οι ιερείς στην πόλη αποφάσιζαν ότι το χάρισμα του γιου της ήταν μια διαβολική πράξη; Θα τον σκότωναν ή θα τον φυλάκιζαν και θα προσπαθούσαν να τον ¨καθαρίσουν¨ . Όχι δεν θα άφηνε να γίνει κάτι τέτοιο. Θα κρατούσε κοντά της τον Ντέρεκ να τον προσέχει και μόνο αν το χάρισμα του έκανε κακό σε κάποιο από τα παιδιά της ή στην ίδια, θα μιλούσε στον άνδρα της. Αυτό αποφάσισε και έτσι έπραξε.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια. Ο μικρός Ντέρεκ μεγάλωνε μέσα στην εργατική του οικογένεια και καθώς πλέον μπορούσε να καταλάβει καλύτερα κόσμο γύρω του, μπορούσε να αντιληφτεί και άλλα πράγματα που ούτε τα αδέλφια του ούτε οι γονείς του μπορούσαν να δουν. Και ενώ στην αρχή με χαρά έτρεχε να τα πει στην μητέρα του, όταν είδε το χαμόγελο της να σβήνει με κάθε νέα του ανακάλυψη, αποφάσισε να μην λέει τίποτα. Κρατούσε τις ανακαλύψεις για τον εαυτό του. Τον πρώτο καιρό όταν όλοι είχαν να κάνουν κάτι και εκείνος όχι , έμενε σπίτι. Το χειμώνα μπορούσε να μιλάει με τα δίδυμα αδέλφια του και τη μητέρα του, αλλά όταν ο καιρός άνοιγε και οι δουλειές πλήθαιναν έμενα όλο και περισσότερο μόνος του. Τότε ήταν που ανακάλυψε τον Θούφο.
Ένα πρωί ήταν μόνος και άκουσε φασαρία στην κουζίνα. Πήρε το ραβδί που είχε η μητέρα για να τινάζει τα ρούχα και πήγε με προσοχή εκεί που άκουγε την φασαρία. Βρέθηκε μπροστά σε ένα παράξενο θέαμα. Ένα μικρό ανθρωπάκι, πιο μικρό στον μπόι και από τον ίδιο, είχε ανοίξει το ντουλάπι της κουζίνας και σκάλιζε τα κουτιά και τα μπουκάλια της μητέρας του.
-Κλέφτη τι κάνεις εκεί;;; Τι είσαι; Του φώναξε.
Το μικροσκοπικό ανθρωπάκι τόσο τρόμαξε από τη φωνή, που άφησε το μπουκάλι που κρατούσε να του πέσει στο πάτωμα και να γίνει χίλια κομμάτια σκορπίζοντας το περιεχόμενο του. Ήταν ένας άνδρας με κατακόκκινο χοντρό μουστάκι και κατσαρά μαλλιά στο ίδιο χρώμα. Φορούσε ένα παλτό σαν αυτά που φορούσε ο έμπορος στο χωριό ή οι περιπλανώμενοι.

-Με... με βλέπεις;
-Ναι και σε ρώτησα. Τι είσαι; Έσπασες το κρασί της μητέρας! Τώρα ποιος την ακούει.
Με βλέμμα γεμάτο απορία το ανθρωπάκι πήδηξε στο έδαφος και τον πλησίασε. Ο Ντέρεκ σήκωσε το ραβδί για να τον χτυπήσει, αλλά εκείνο σήκωσε τα χέρια του και έμεινε στη θέση του.
-Μικρέ αφέντη, ζητώ ταπεινά συγγνώμη. Αν ήξερα ότι υπάρχεις δεν θα έμπαινα έτσι στο σπίτι. Δεν θα σου κάνω κακό. Κατέβασε το όπλο σου και θα σου πω ότι θες.
Ο μικρός δίστασε λίγο, αλλά ήταν αρκετά περίεργος και γρήγορα κατέβασε το ραβδί, όπως και το ανθρωπάκι τα δικά του χέρια.
-Είμαι ο Θούφο ο Κοκκινοτρίχης. Ένα ταπεινό ξωτικό που ήρθε σε αναζήτηση φαγητού. Έχασα την συντροφιά μου και δεν είμαι καλός στο να βρίσκω το δρόμο μου. Πολύ κακό για έναν του είδους μου. Ζητώ μόνο λίγο φαί και θα φύγω. Να έχεις όλες τις ευχές των Θεών του Δάσους μικρέ Αφέντη.
-Είμαι ο Ντέρεκ, ο γιος του ξυλουργού. Πρώτη φορά βλέπω κάτι που να μοιάζει με μικρό άνθρωπο. Αν δεν έκανες μια τέτοια ζημιά ίσως σε βοηθούσα. Αλλά τώρα πρέπει να καθαρίσω και αλίμονο μου τι θα πει η μητέρα μου το χαμένο κρασί.
- Αν αυτό είναι το πρόβλημα, διορθώνεται. Είπε ο Θούφο και γύρισε προς το σπασμένο μπουκάλι, ψιθύρισε κάτι που ακούστηκε σαν να φτυαρίζουν χώμα στην αυλή μέσα στο καλοκαίρι, ενώ περνούσε τα μικρά του χεράκια πάνω από το πάτωμα. Τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ντέρεκ, το κρασί μπήκε πίσω στο μπουκάλι το οποίο μάζεψε τα κομμάτια του, τα ένωσε και πήδηξε πίσω στη θέση του. Το παιδί τρόμαξε και πισωπάτησε.
-Μην φοβάσαι, Αφέντη Ντέρεκ. Εμείς τα ξωτικά έχουμε δυνάμεις. Μια από αυτές μας επιτρέπει να διορθώνουμε μόνο τα δικά μας λάθη. Ορίστε , ούτε γάτα ούτε ζημιά. Χαρούμενος;
Αφού έκανε αρκετά λεπτά να συνέλθει ο Ντέρεκ, του έδωσε να φάει λίγο τυρί και ψωμί και έπιασαν κουβέντα. Όταν γύρισαν η μητέρα και τα αδέλφια του, εκείνος πήρε τον Θούφο στο μικρό του δωμάτιο. Και αφού κατάλαβε ότι κανείς άλλος δεν τον έβλεπε, του ζήτησε να μείνει εκεί μαζί του. Θα του εξασφάλιζε το φαγητό του και εκείνος θα του μιλούσε για μέρη και πράγματα που ο μικρός δεν ήξερε και ήθελε να μάθει.
Έτσι και έγινε. Αυτή η κρυφή συμφωνία δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν, ούτε από την μητέρα που απόρησε με την ξαφνική όρεξη του μικρού της. Ένας χρόνος κύλισε όμορφα με τον Ντέρεκ να έχει ένα νέο φίλο από τον οποίο μάθαινε για πράγματα που δεν είχε ποτέ του φανταστεί και ο Θούφο είχε βρει μια στέγη, φαγητό και ένα νέο μικρό φίλο.
Όλα είχαν μπει σε μια ωραία σειρά, μέχρι τη μέρα που έφτασαν οι καβαλάρηδες...