ΠΕΡΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΑ ΟΧΘΗ
Το Περαχώρι ήταν εδώ και χρόνια έρημο. Στην τελευταία απογραφή ο νεαρός που έφτασε εκεί με τη γουρούνα, γιατί με κανονικό μηχανάκι δύσκολα θα πλησίαζε, μέτρησε μόνο ένα κάτοικο. Ο Λευτέρης Λαγός, ο επονομαζόμενος Λευτέρης ο Λοξός, ζούσε εκ περιτροπής σε όλα σχεδόν τα σπίτια που είχαν μείνει σε καλή κατάσταση στο χωριό. Ήταν ο τελευταίος των τελευταίων και δεν το κουνούσε από εκεί όσο και να τον παρακαλούσαν γνωστοί και παλιοί συγχωριανοί που εδώ και χρόνια ζούσαν στο πιο κοντινό και μεγαλύτερο χωριό.
«Δεν το κουνάω από εδώ! Το σπίτι μου, οι δικοί μου, όλα όσα αγάπησα και εκτίμησα στη ζωή μου είναι εδώ. Θα φύγω όταν θελήσει ο Πανάγαθος»
Κι Εκείνος το αποφάσισε λίγα χρόνια αργότερα. Κι ο Λευτέρης ο Λοξός κοιμήθηκε στο ξύλινο κρεβάτι του Μπάρμπα Νικηφόρου του ψάλτη και ξύπνησε σε ένα τόπο που λίγο του θύμιζε το χωριό που έζησε.
Σπίτια ρημαγμένα φτιαγμένα με τρόπο παλλαϊκό, μια βρύση που μόνο άκουγε το νερό της να τρέχει και θολές μορφές που ξεπρόβαλαν μέσα από χαλάσματα.
Πολύ σεκλετίστηκε όταν είδε πως ο καιρός του πέρασε και ο Άγγελος του έφυγε χωρίς να τον πάρει μαζί του.
«Φίλοι σου λέει ο άλλος. Ο Λευτέρης να τρέξει, ο Λευτέρης να στήσει ξόβεργες και να φέρει κοτσύφια και τρυγόνια για τα τσιμπούσια και τώρα στα στερνά ούτε μια χούφτα χώμα, ούτε ένα άμομη εν οδό δεν άξιζε ο Λευτέρης;»
Με τούτο το παράπονο γυρνούσε στον άγνωστο για εκείνον τόπο που σιγά σιγά τον έμαθε και έγινε δικός του. Και οι θολές φιγούρες άρχισαν να παίρνουν μορφές. Κάποιες οικείες, πατρικές και άλλες ξένες, άγνωστες.
Κουβέντα να ανταλλάξει όμως δεν βρήκε κανένα αν και ήχοι υπήρχαν πολλοί. Αυτό του κακοφάνηκε γιατί του είχαν λείψει οι κουβέντες, τα γλέντια και τα τραγούδια. Ήταν η ψυχή κάθε γλεντιού στα νιάτα του ο Λευτέρης. Και είχε το χάρισμα να σκαρφίζεται στο φτερό στίχους και τραγούδια. Έφτανε να ακούσει το κελαΐδισμα της φλογέρας, το άγριο χτύπημα από το νταούλι ή το κλάμα του βιολιού και να σου έκλεινε τα μάτια και αρχινούσε. Όχι τα γνωστά, εκείνα τα σεβόταν. Κάποιος έβαλε κόπο και αγάπη για να γίνουν τα συγκεκριμένα τραγούδια, γι αυτό δεν τα άλλαζε όσο και αν τον πίεζε η παρέα.
Αλλά όταν έπιαναν οι οργανοπαίχτες να φτιάχνουν ένα δικό τους, καινούργιο σκοπό δεν αργούσε να αρχίσει το τραγούδι.
Αυτό του χε λείψει του Λευτέρη γιατί ήταν το τελευταίο που συνέχιζε να κάνει ακόμα και μόνος του.
«Θα το κάνω κι εδώ» σκέφτηκε «αλλά πως;»
Συνέχισε να τριγυρίζει με αυτή τη σκέψη μέρες και νύχτες μέχρι που βρέθηκε σε ένα στάβλο. Πίσω του το χωράφι ήταν γεμάτο θυμάρι που μοσχοβόλαγε. Μέσα στο στάβλο, κρεμασμένο σε ένα τοίχο, βρήκε ένα νταούλι και η χαρά του δε λεγόταν.
Βγήκε και κάθισε σε μια κοτρώνα μέσα στο χωράφι. Έκλεισε τα μάτια και δοκίμασε να παίξει όπως έκανε ο Θωμάς ο οργανοπαίχτης. Άτσαλα στην αρχή, μετά όμως βρήκε ένα ρυθμό. Και όταν πλέον έπαιζε σε μια ένταση που ήθελε ξεκίνησε να τραγουδά το πρώτο του τραγούδι στο ξένο τόπο.
«Με το νταούλι τούτο εδώ,
στου χωραφιού το μέσο
παίζω τραγούδι της χαράς
φίλοι μου να σας χέσω!»