ΠΛΕΚΟΝΤΑΣ ΤΟ ΞΟΡΚΙ
Τάκου τάκου ο αργαλειός μου, τάκου και έρχεται ο καλός μου.
Τάκα τάκα το βελόνι και το ξόρκι δεν τελειώνει.
Η ηλικιωμένη γυναίκα με την περιποιημένη κόμη παίδευε ένα πλεκτό για ώρες. Με ένα μαλλί μαύρο σαν το πιο πηχτό σκοτάδι που για κάποιο λόγο δεν έλεγε να τελειώσει και το αποτέλεσμα έμενε το ίδιο. Αλλά εκείνη δεν πτοούταν καθόλου. Με το ίδιο χαμόγελο συνέχιζε τη δουλειά και το τραγούδι της.
Τάκα τάκα το βελονάκι, διώχνω πόνους και φαρμάκι...
Το δωμάτιο λες και είχε γίνει κομμάτι αυτής της ιδιότυπης δουλειάς. Ως και ο γάτος, ένα λευκό κατσούλι που η γηραιά κυρία αποκαλούσε Χιονούλη, είχε κάτσει φρόνιμα στο καλαθάκι του. Με τα μπλε του μάτια παρακολουθούσε το θέαμα σαν υπνωτισμένο.
Ο Χιονούλης μου χαζεύει, την κυρά του που δουλεύει.
Σκέψεις κάνει μια αράδα, φεύγουν απ' την χαραμάδα.
Λες και τα λόγια γίνονται πράξεις, αντικείμενα συντονισμένα με τον ήχο από το βελονάκι άρχισαν μια μικρή στην αρχή κίνηση που σταδιακά μεγάλωνε. Την αρχή έκαναν τα μήλα κόκκινα και ζουμερά, σαν να αποφάσισαν πως δεν ήθελαν να αράζουν πλέον στη φρουτιέρα, δειλά δειλά άρχισαν να μετακινούνται και να βγαίνουν.
Κόκκινο γλυκό μου μήλο, δεν με θέλεις άλλο φίλο;
Μακριά να φύγει θέλει και για μένα δεν το μέλει...
Η κίνηση έγινε χορός, ο χορός στροβιλισμός και το ίδιο τικ και τακ έκανε τα φρούτα να χορεύουν γύρω από την κουνιστή της καρέκλα. Ο γάτος τα κοιτούσε λαίμαργα.
Η γριά συνέχιζε σαν όλα να γινόταν φυσικά
Το να πάνω, το άλλο κάτω το βελόνι μου παιδεύω,
μια χαρά, μια στενοχώρια στη ζωή του κόσμου φέρνω.
Και το κουβάρι δεν τελειώνει, όπως και τούτο το αιώνιο ξόρκι και ο κόσμος γυρίζει και η γριά μας συνεχίζει.
Και αν δεν πίστεψες μια λέξη
αν χιονίσει ή αν βρέξει
Η ιστορία έτσι θα ναι
και τα χρόνια θα περνάνε...