
ΣΑΛΠΑΡΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Κάποτε, τον καιρό που οι δυσκολίες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και δεν υπήρχε η τεχνολογία για να δίνει λύσεις, σε μια μεγάλη πόλη ζούσε ένας νέος. Εργατικός και φιλότιμος μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στο κατάστημα του πατέρα του και στις εξορμήσεις. Μαζί με την παρέα του άφηναν την ασφάλεια της γειτονιάς τους και έφταναν σε κάθε άκρη της πόλης. Αγαπημένος όμως προορισμός ήταν πάντα το λιμάνι. Τους άρεσε να βλέπουν τα πλοία να δένουν και να σαλπάρουν, ανθρώπους από ξένους τόπους με παράξενες φορεσιές να κινούνται εκεί μιλώντας, γελώντας, κάνοντας εμπόριο και διασκεδάζοντας. Χάρη στις γνώσεις του και την ευφράδεια του ήταν ο πρώτος που έκανε γνωριμίες με τους ξένους και τους έμπορους από μακριά. Άκουγε τις ιστορίες τους από τα ταξίδια, τις περιπέτειες και τους κινδύνους και τα βράδια με το μυαλό του ταξίδευε κι αυτός.

Ένα άσχημο χειμώνα, που απέκλεισε την πόλη από κάθε διερχόμενο πλοίο, στεναχωρήθηκε χωρίς τις ιστορίες εκείνες. Τότε του ήρθε μια ιδέα. Πήρε φύλλα χαρτιού, λίγα στην αρχή, μελάνι και πένα και τα απογεύματα μετά τη δουλειά άρχισε να γράφει μια ιστορία. Έβαλε τον εαυτό του στη θέση ενός νεαρού ναυτικού που ακολουθώντας το πείσμα και το όνειρο του σάλπαρε σε ένα εμπορικό πλοίο με προορισμό της χώρες του Νότου. Επηρεασμένος από όλα εκείνα που είχε ακούσει τόσα χρόνια στις ιστορίες των ξένων έγραφε και έγραφε και τελειωμό δεν είχε. Έβαλε περιπέτειες, πειρατές που απειλούσαν την ζωή τους, τρικυμίες, θαλάσσια τέρατα και ένα διαολεμένο καιρό που έστειλε το πλοίο εκτός πορείας.
Οι πρώτες σελίδες τελείωσαν και πήρε κι άλλες και όσο έγραφε τόσο το απολάμβανε γιατί αυτή ήταν η δική του περιπέτεια που μπορεί να μην είχε ζήσει στα αλήθεια, αλλά φαινόταν τόσο αληθινή!
Όσο το ταξίδι και οι περιπέτειες συνεχιζόταν τόσο οι σελίδες πλήθαιναν. Και όταν πιο το ταξίδι έφτασε στο τέλος του με ένα επεισοδιακό τρόπο και ο ήρωας του βρέθηκε σε εξωτικά μέρη, γνώρισε τον έρωτα και απόκτησε δικό του πλεούμενο, η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Τώρα μπορούσε επιτέλους να μάθει νέες ιστορίες.
Αλλά εκείνη που είχε γράψει του άρεσε τόσο πολύ που θέλησε να την μοιραστεί με τους δικούς του. Σε μια οικογενειακή γιορτή τους διάβασε ένα κομμάτι και εκτός από τον πατέρα του όλοι τον θαύμασαν.
Ένας από τους παρευρισκόμενους τον κάλεσε λίγες μέρες αργότερα στο γραφείο του. Είχε μια τοπική εφημερίδα και το τυπογραφείο. Του πρότεινε να ενώσει όλη την ιστορία, να την δέσει και να φτιάξει ένα βιβλίο. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν και άλλοι πέρα του στενού του κύκλου να ταξιδέψουν σε εκείνο το μαγικό ταξίδι που είχε γράψει. Ενθουσιάστηκε με την ιδέα και έτσι ξεκίνησε η διαδικασία που κράτησε όλη την άνοιξη και σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Ήταν δύσκολο, πιο δύσκολο από όσο ακουγόταν αλλά τόσο ο νέος όσο και ο τυπογράφος δεν το έβαλαν κάτω. Ο ένας με το πάθος της νιότης και τις πενιχρές του οικονομίες, ο άλλος με την τέχνη και την αγάπη στα γράμματα κατόρθωσαν τελικά τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου να ολοκληρώσουν το πόνημα τους.
Τα πρώτα δέκα βιβλία δέθηκαν με ένα σκούρο δέρμα και χαράχτηκαν με ωραία χρυσά γράμματα.
Κράτησε το πρώτο αντίτυπο στα χέρια του και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του. Τα υπόλοιπα στάλθηκαν στον ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου με την ελπίδα να βρεθεί κάποιος που θα το διαβάσει και θα το αγαπήσει.
Έτσι λοιπόν αγαπητέ μου απόγονε δημιουργήθηκε το παρών βιβλίο. Ήταν η αρχή ενός ιδιαίτερα μαγικού ταξιδιού το οποίο μου έφερε φήμη, χρήμα που ξόδεψα για να συνεχίσω να μοιράζομαι τα πονήματα μου με το κοινό και δόξα που θα με ακολουθεί στους αιώνες. Κρατάς στα χέρια σου έναν θησαυρό και συνάμα την ιστορία μου. Δείξε τον πρέπον σεβασμό και αν είσαι ικανός συνέχισε το παράδειγμά μου. Μοιράσου ένα ταξίδι της ψυχής και σίγουρα κάπου εκεί έξω υπάρχουν αυτοί που το περιμένουν.