ΣΚΑΤΖΑ ΒΑΡΔΙΑ
Αν ρωτήσεις τον κόσμο, εννιά στους δέκα θα σου πουν πως λατρεύουν τα Χριστούγεννα, πως περιμένουν αυτή την εποχή πως και πως και άλλα τέτοια γλυκανάλατα. Εγώ λοιπόν είμαι ο ένας που όχι μόνο δεν τα λατρεύω, θα έλεγα πως τα μισώ. Γιατί αυτή την περίοδο παίρνω άδεια από τη δουλειά που λατρεύω και αναγκάζομαι χωρίς να το θέλω να βγαίνω έξω και να κάνω χίλιες δυο ανοησίες μαζί με του υπόλοιπους. Και όταν ρώτησα τον λόγο μου είπαν ότι απλά έτσι πρέπει. Να ξεσκάσουν λένε μετά από τόση επίπονη και κοπιαστική δουλειά, να φάνε, να πιούνε και να διασκεδάσουνε.
Έτσι όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες να σου ο δικός σου αδειούχος πάλι έξω. Αλλά φέτος το είχα αποφασίσει. Δεν θα συμμετείχα σε καμιά από τις εκδηλώσεις των υπολοίπων.
Όσο αυτοί έτρεχαν από εδώ και από εκεί γελώντας και κάνοντας απίστευτες φάρσες, εγώ τράβηξα προς τη μεγάλη πόλη. Τριγύρισα σε δρόμους και σοκάκια βλέποντας παντού στολισμένα δέντρα, που κάθε φορά που τα κοιτούσα έστρεφα αλλού το βλέμμα για να μην πάθω μελαγχολία.
Τριγυρνούσα για ώρες μέχρι που νύχτωσε. Μια πυκνή ομίχλη έπεσε και το τοπίο έγινε αγριευτικό. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος περνούσε δίπλα σου αν δεν ερχόταν σχεδόν μπροστά σου. Δεν ήθελα κάτι καλύτερο.
Πήρα κάτι να φάω και χώθηκα στο πάρκο. Βρήκα ένα άδειο ξύλινο σπιτάκι, από αυτά που χρησιμοποιούν για μαγαζιά ή γραφεία, για να τρυπώσω και να φάω με την ησυχία μου.
Εκεί που μασουλούσα τα γλυκά και τα αλμυρά μου, άκουσα βήματα. Σήκωσα το κεφάλι στο άνοιγα αλλά θες η ομίχλη θες η νύχτα δεν έβλεπα τίποτα. Τα βήματα πλησίαζαν και εγώ κόλλησα στον τοίχο γεμάτος αγωνία. Λες να με κάνουν τσακωτό και να τιμωρηθώ; Θα ήταν επιεικώς απαράδεκτο!
Η πόρτα άνοιξε και ένας κόκκινος σκούφος έκανε την εμφάνιση του. Όχι την ατυχία μου μέσα! Από όλα τα μέρη εδώ βρήκε να έρθει ο Άγιος;;
Αλλά τελικά ήταν ένας από του βοηθούς του που είχε αποφασίσει να ντυθεί στα κόκκινα. Κρατούσε κάτι που κουδούνιζε με πολύ προσοχή και μόλις με είδε του έπεσε από την τρομάρα.
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Πρώτος εκείνος έκανε το βήμα και μίλησε και μετά δεν τον σταματούσες.
Ο Γλεντζελγκλούμεντ, όπως τον έλεγαν, ήταν μεγάλος γλεντζές και τεμπέλης. Χαιρόταν την ανάπαυλα του υπόλοιπου χρόνου, τα γλέντια και τις χαρές αλλά όταν πλησίαζαν οι γιορτές ήταν να σκάσει. Έπρεπε να δουλεύει για να είναι όλα έτοιμα.
Πρώτη φορά γνώριζα Ξωτικό και μάλιστα τόσο ομιλητικό. Του άνοιξα κι εγώ την καρδιά μου και του είπα τον καημό μου. Βάλαμε τα μυαλά μας κάτω και ενώ τσακίζαμε ένα μπουκάλι έγκνογκ και πολλά πρέτσελ βρήκαμε ένα τρομερό σχέδιο.
Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που πήρα δώρο και μάλιστα ένα που θα είχε μεγάλη διάρκεια. Από τη χαρά μου τον πήρα αγκαλιά, αλλά το μετάνιωσα γιατί η χρυσόσκονη κόλλησε πάνω μου και η μυρωδιά του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τα ρουθούνια μου.
Από εκείνο το ομιχλώδες βράδυ το σχέδιο μας μπήκε σε εφαρμογή. Λίγο καιρό πριν τα Χριστούγεννα ο Γλεντζελγκλούμεντ κατέβαινε κάτω και του έδινα την κάπα μου έτσι ώστε να μοιάζει με μας και να κρύβεται από το βλέμμα της Υπηρεσίας του. Όταν χτυπούσε το ρολόι ακολουθούσε χαρούμενος τους άλλους για γλέντια και χαρές και το απολάμβανε όσο δεν πήγαινε.
Κι εγώ;; Εγώ συνέχιζα τη δουλειά που τόσο αγαπούσα. Δεν θα άφηνα ξανά το Δέντρο του Κόσμου να γιάνει τελείως. Που θα πάει κάποτε θα πέσει και θα είμαι εγώ αυτός που θα το έχει καταφέρει.