ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΑΡΧΗ
«Στο τέλος πάντα βρίσκεις την αρχή. Μπορεί όχι για σένα αλλά για κάτι που θα μείνει ακόμα και όταν εσύ θα έχεις φύγει»
Τα λόγια του Λογιότατου Ορέστη ήρθαν στο νου μου ξαφνικά ένα βράδυ, την ώρα που απολάμβανα την καθιερωμένη μου συνήθεια. Έπινα μια κούπα τσάι αγναντεύοντας τη θέα από το μοναδικό μου μπαλκόνι. Σαν πεφταστέρι ήρθαν αυτά τα λόγια και έπεσαν μέσα στη βαλτώδη λίμνη της μνήμης μου αναταράσσοντας την και φέρνοντας στην επιφάνεια χαμένα και ξεχασμένα συναισθήματα.
Στο χειμώνα πλέον της ζωής μου περνούσα την κάθε μέρα ίδια με την προηγούμενη. Ποιος εγώ που στα νιάτα μου είχα γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο, είχα μπει μέσα στη φωτιά δεκάδες φορές και άλλες τόσες είχα βγει αλώβητος; Αλλά όλα έγιναν γιατί τότε δεν ήμουν μόνος.
Οι μνήμες δεν με άφησαν να απολαύσω το τσάι, ούτε να κοιμηθώ καλά. Ήρθαν σαν τις Ερινύες για να μου δείξουν τα κρίματα μου, που είχα καταχωνιασμένα στο χρονοντούλαπο και θεωρούσα πως ξεχάστηκαν. Αμ δε!
Το επόμενο πρωί ντύθηκα ζεστά και άφησα πίσω τις συνήθειες. Ο εσωτερικός χειμώνας αντάμωσε με τον εξωτερικό και έσμιξαν οι κρύες μάζες της ψυχής και της φύσης. Το σώμα μηχανικά πήρε ένα δρόμο λες και κάποιος το κατεύθυνε από μακριά.
Το ερειπωμένο στρατόπεδο έστεκε εκεί όπως το θυμόμουν, όπως κατάντησε μετά τον παροπλισμό του. Τόπος δόξας έστεκε πλέον σαν πεδίο κρυφών ηδονικών στιγμών και παράνομων δοσοληψιών. Τι ήθελα εκεί; Είχα ορκιστεί να μην γυρίσω από εκείνη τη μέρα. Ήταν λες και κάτι μέσα μου αγνόησε εκείνο τον όρκο και με έσπρωξε να περάσω τα ξεχαρβαλωμένα κάγκελα, να μπλεχτώ μέσα στα ξερόκλαδα και τα μισογκρεμισμένα κτήρια. Σε κάποια από αυτά είχα κοιμηθεί, είχα νευριάσει, είχα γελάσει και είχα ερωτευτεί. Και να μαι πάλι εκεί μοναχικός περιπατητής με συντροφιά τις αναμνήσεις.
Τριγυρνούσα μόνος για ώρα μέχρι που η λογική πρυτάνευσε. «Τι κάνεις εδώ; Θα σε περάσουν για κανένα ανώμαλο ή κάτι χειρότερο. Ή αν έχεις κανένα άσχημο συναπάντημα τι θα κάνεις; Δεν είσαι πιο ο Λοχαγός των Καταδρομών, θυμάσαι;»
Ναι το θυμόμουν. Η γερασμένη μου όψη μου το θύμιζε κάθε μέρα. Έκανα να φύγω όταν το βλέμμα μου καρφώθηκε στο παράθυρο από τα λιγοστά κτήρια που έστεκαν ακόμα όρθια. Εκεί ένα πακέτο τσιγάρα και από πάνω ένα μικρό πακέτο σπίρτα. Το μάτι μου έπεσε στη μάρκα των τσιγάρων. Η ξανθιά κοπέλα που πάντα χαμογελούσε και τα σπίρτα κατάλοιπο από τον καθηγητή παππού.
«Μόνο όταν ανάβεις ένα σπίρτο απολαμβάνεις την αληθινή γεύση του καπνού. Όλα θέλουν τον τρόπο τους» έλεγε ο Ορέστης κάθε φορά που τον ρωτούσα για δεν έπαιρνε αναπτήρα.
Όλα θέλουν τρόπο κι εγώ τον είχα χάσει πολλές φορές. Και μαζί με αυτόν και εκείνη. Η τσάντα που έστεκε σκισμένη ανάμεσα στα σκουπίδια κάτι μου θύμιζε. Μια ακριβή τσάντα να πετάγεται στο μαρμάρινο πάτωμα.
«Δεν σε αντέχω! Υπάρχω ή όχι στη ζωή σου; Με τα δώρα θα γεμίσεις τις άδειες μου ώρες; Το κρύο στην ψυχή μου;» είπε και έκλαψε. Και δεν μιλήσαμε από τότε. Μόνο ο Ορέστης, που μας ένωσε, επέμενε να μου μεταφέρει νέα της. Μέχρι τη μέρα που η δική του καρδιά τον πρόδωσε. Μια καρδιά τόσο μεγάλη σταμάτησε και κρύωσε ακόμα πιο πολύ τη δική μου. Από τότε ζήτησα μετάθεση και δεν ξαναγύρισα. Μέχρι σήμερα.
Κάθισα σε ένα γκρεμισμένο παγκάκι κοντά στο παλιό εκκλησάκι. Ήταν εκεί όλοι, φίλοι, συμπολεμιστές, αγάπες, απογοητεύσεις. Όλα εκείνα που με απομάκρυναν, που έφεραν το χειμώνα και τον εγκατέστησαν μέσα μου για τα καλά. Αλλά αυτό θα ήθελε εκείνος; Όχι!
«Ακόμα και στο τέλος υπάρχει η αρχή» έλεγε
Σήκωσα το βλέμμα στην παλιά είσοδο . Δυο αμυγδαλιές άνθιζαν, σημάδι μια άνοιξης που παρά τις αντιξοότητες υπάρχει και επιστρέφει. Υπάρχει και πρέπει να την βρω, ακόμα και να την φτιάξω εν ανάγκη. Αυτό θα έκανε κι εκείνος, θα το κάνω εγώ για εκείνον.
Στο νου μου ήρθαν οι στίχοι του Ελύτη:
«Ναι να τη φτιάχνεις
με εκείνο το φως, που μπορεί να σου δώσει τον Παράδεισο
και με εκείνα τα λουλούδια που μυρίζουν ζωή.»