Tabula Rasa
Ήταν εκείνη τη νυχτιά, που φύσαγε ο Βαρδάρης
Το κύμα η πλώρη εκέρδιζε οργιά με τη οργιά
Σε έστειλε ο πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις
Μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά
Ο κρύος άνεμος έδρασε όπως το νερό και το σκοτάδι της κατάστασης στην οποία βρισκόταν έδωσε τη θέση του σε μια θολή εικόνα. Ένιωσε το πρόσωπο του να ακουμπάει κάτι σκληρό και στα ρουθούνια του ήρθε η μυρωδιά του χώματος μαζί με κάτι άλλο που δεν μπορούσε να καταλάβει αλλά του ήταν πολύ δυσάρεστο.
Καθώς η όραση του επανερχόταν αντιλήφτηκε μια παρουσία μπροστά του. Ένα μεγάλο κεφάλι και ένα ζευγάρι κίτρινα μάτια. Τρόμαξε και σηκώθηκε απότομα. Η περίεργη γάτα που τον είχε πλησιάσει τρόμαξε ακόμα περισσότερο και άρχισε να τρέχει όσο γίνεται πιο μακριά.
Βρέθηκε να κάθεται στο χώμα, σε μια ημισκότεινη περιοχή με μερικά ξερά δέντρα πιο πέρα και πίσω τους διαγραφόταν οι σκιές από τρεις κάδους απορριμμάτων. Από εκεί ερχόταν εκείνη η δυσάρεστη μυρωδιά, σκέφτηκε. Σηκώθηκε και προσπάθησε να κοιτάξει αν είχε λερωθεί ή είχε χτυπήσει, αλλά ήταν δύσκολο γιατί δεν υπήρχε φως κοντά.
«Τι κάνω εδώ; Πως βρέθηκα σε αυτό το μέρος;» ρώτησε και η φωνή του ακούστηκε σαν ψίθυρος. Έβηξε και προσπάθησε να καθαρίσει το λαιμό του βγάζοντας κομμάτια χώματος που είχαν κολλήσει.
Όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να θυμηθεί τι έκανε εκεί, κάτι ακόμα χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος ήταν. Ένιωσε να τον κυριεύει πανικός. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και κάθισε ξανά κάτω για να ηρεμήσει. Όταν οι χτύποι της καρδιάς του βρήκαν τους κανονικούς, όσο γινόταν, ρυθμούς σηκώθηκε και έψαξε τις τσέπες του. τις γύρισε όλες μέσα έξω με την ελπίδα ότι θα έβρισκε κάποια ταυτότητα ή κάποιο άλλο χαρτί που τον βοηθούσε. Τα μόνα πράγματα που είχε πάνω του ήταν ένα μπρελόκ με κλειδιά που και το ίδιο θύμιζε ένα περίεργο παλιό κλειδί, ένα πακέτο τσίχλες δυόσμο και ένα παλιό πορτοφόλι που εκτός από δυο χαρτονομίσματα των δέκα ευρώ και μερικά κέρματα δεν είχε τίποτα άλλο.
Είχε μείνει σαν άγαλμα για ώρα με τα πράγματα στο χέρι. Ήθελε να φύγει αλλά να πάει που και πως είχε βρεθεί εκεί εξ αρχής; Τηλέφωνο δεν είχε μαζί του; που ήταν;
Αυτά και αλλά ερωτήματα στριφογύριζαν στο μυαλό του αλλά καμιά απάντηση δεν εμφανιζόταν για να τον βοηθήσει.
Το νιαούρισμα της περίεργης γάτας τον έβγαλε από την προσπάθεια. Στεκόταν πάνω σε ένα πέτρινο τοιχίο και νιαούριζε κοιτάζοντας τον.
«Γελάς μαζί μου; Είμαι για γέλια έτσι μου είμαι, έχεις δίκιο. Αλλά τι να κάνω; Δεν ξέρω τι μου έχει συμβεί. Ξέρεις μήπως εσύ;» είπε κοιτάζοντας την
«Αμάν τρελάθηκα. Τώρα μιλάω στα ζώα. Σίγουρα πρέπει να χτύπησα» και καθώς το έλεγε αυτό με το χέρι ψηλάφισε το κεφάλι του, ευτυχώς χωρίς να βρει κάποιο τραύμα η κάποιο καρούμπαλο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και περπάτησε προς ένα πιο φωτισμένο χώρο. Όταν έφτασε εκεί διέκρινε και άλλα πιο ψηλά τείχη και πίσω τους ένα κτήριο που του ήταν κάπως γνωστό.
«Μα ναι! Είναι το Επταπύργιο! Τι δουλειά έχω πίσω από το Επταπύργιο;»
Κοίταξε τα ρούχα του προσεκτικά τώρα που μπορούσε. Εκτός από χώμα δεν βρήκε κάποιο ίχνος αίματος.
«Πρέπει να πάω να βρω κάποιον, να ζητήσω βοήθεια. Να πάω στην αστυνομία; Και τι να πω αφού δεν θυμάμαι κάτι, ούτε φαίνομαι χτυπημένος. Θα με διώξουν με τις κλωτσιές. Πρέπει κάπου να μένω, αλλά πού;»
Έβγαλε ξανά τα κλειδιά και τα κοίταξε. Ένα ήταν λίγο μεγάλο και έμοιαζε πιο ιδιαίτερο, σαν να ταίριαζε σε κάποια πόρτα ασφαλείας, ενώ το άλλο ήταν μικρό και κοινότυπο. Το μπρελόκ του φάνηκε ωραίο και περίεργο ταυτόχρονα. Ήταν σίγουρα από κάποια ταινία, αλλά μέσα στην όλη σύγχυση δεν θυμόταν από πού. Υπήρχε και ένα μικρό πλαστικό τετράγωνο περασμένο στον ίδιο κρίκο με το μεγάλο κλειδί που από τη μια πλευρά είχε ζωγραφισμένο ένα χάρτη κάποιας φανταστικής χώρας και στην άλλη έγραφε κάτι.
Το διάβασε μια στα γρήγορα και διαβάζοντας το για δεύτερη φορά χάρηκε και τρόμαξε την ίδια στιγμή. Χάρηκε γιατί αυτό που ήταν γραμμένο φαινόταν για διεύθυνση και πολύ πιθανό, αν τα κλειδιά ήταν δικά του, να ήταν το μέρος που έμενε. Αν συνέβαινε αυτό τότε μάλλον είχε σοβαρό πρόβλημα μνήμης και αυτό που ζούσε αυτή τη στιγμή δεν ήταν πρώτη φορά που του συνέβαινε.
Ήθελε όμως να δει τι πραγματικά συνέβαινε. Με υποθέσεις δεν θα έβγαινε τίποτα γι αυτό αποφάσισε να πάει στη διεύθυνση που έγραφε στο μπρελόκ.
Όταν βρέθηκε σε μέρος με κόσμο πλησίασε και ρώτησε κάποιους για τη διεύθυνση. Στην αρχή οι πρώτοι που μίλησε δεν ήξεραν, οι επόμενη όμως ένας του έδειξε ακριβώς που έπρεπε να πάει.
Πέρασε μερικούς δρόμους, έστριψε σε μια πλατεία και βρήκε το δρόμο μπροστά του. έψαξε για το νούμερο και δεν άργησε να το βρει. Ήταν ένα διώροφο κτήριο σε σκούρο μπλε χρώμα με δυο μπαλκόνια σε κάθε όροφο, όλα σκοτεινά. Υπήρχε ένα ταχυδρομικό κουτί στη μια πλευρά γεμάτο με διάφορα διαφημιστικά έντυπα και απέναντι υπήρχε το θυροτηλέφωνο.
Κοίταξε τα ονόματα στα κουδούνια, αλλά κανένα από αυτά δεν του έλεγε κάτι. Έβγαλε το μπρελόκ και δοκίμασε το μικρό κλειδί. Για καλή του τύχη ταίριαζε και η πόρτα της εισόδου άνοιξε. Μπήκε μέσα, πάτησε το διακόπτη που υπήρχε στα αριστερά και ο στενός διάδρομος φωτίστηκε. Υπήρχε μια πόρτα στο βάθος δεξιά και μια άλλη απέναντι κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στους πάνω ορόφους.
Κρατώντας το άλλο κλειδί στο χέρι έφτασε στις πόρτες και τις κοίταξε. Η μια ήταν μεταλλική και σίγουρα δεν είχε κλειδαριά ασφαλείας ενώ η απέναντι είχε δυο κλειδαριές. Απέκλεισε αυτή την πόρτα καθώς δεν είχε άλλο κλειδί και ανέβηκε στον πρώτο όροφο. Εκεί υπήρχαν τρεις πόρτες αλλά και πάλι στάθηκε άτυχος καθώς οι δυο είχαν απλή κλειδαριά και η τρίτη δεν υπήρχε. Το συγκεκριμένο διαμέρισμα ήταν υπό ριζική ανακαίνιση και όλα έλειπαν από εκεί μέσα. Του πέρασε για μια στιγμή από το μυαλό μήπως ήταν το δικό του σπίτι, αλλά ήθελε να ελέγξει και τα άλλα διαμερίσματα.
Ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο βρέθηκε σε μια σκάλα που οδηγούσε στην στέγη και σε μια και μοναδική πόρτα.
«Αν δεν είναι αυτή, τότε σίγουρα είναι το άδειο διαμέρισμα» σκέφτηκε
Πλησίασε με δισταγμό και αναθάρρησε όταν είδε ότι η συγκεκριμένη πόρτα είχε κλειδαριά ασφαλείας. Με χέρι που σχεδόν έτρεμε έβαλε το κλειδί, το οποίο ταίριαξε, κοίταξε τριγύρω και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα το γύρισε.
Άκουσε το μηχανισμό να ανταποκρίνεται και σε λίγο η πόρτα άνοιξε μπροστά του αποκαλύπτοντας το εσωτερικό ενός σπιτιού βυθισμένου στο σκοτάδι. Πριν περάσει μέσα γύρισε και κοίταξε στο κουδούνι. Ήθελε να δει το όνομα του…