ΤΟ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
«Δεν έφταιγα εγώ, το φεγγάρι έφταιγε. Εκείνο το παράξενο, το αλλόκοτο φεγγάρι. Εκείνο, όχι εγώ. Όχι εγώ...»
Αυτές ήταν οι μόνες λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του Διονύση όσο καιρό είμαι εδώ, σχεδόν δυο χρόνια δηλαδή. Μετατέθηκα σε αυτό το ίδρυμα γιατί σύμφωνα με τον προϊστάμενο μου εδώ θα μπορούσα να εξασκήσω καλύτερα την τέχνη μου και τα ιδιαίτερα ταλέντα μου.
Από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου εδώ, ενημερώθηκα για όλες τις ιδιάζουσες περιπτώσεις και ήταν αυτή του Διονύση που μου τράβηξε το ενδιαφέρον.
Καθηγητής με διδακτορικά και εξαιρετική πορεία στον κλάδο του, έφυγε ένα βράδυ από τη δουλειά του και βρέθηκε το επόμενο πρωί στο δάσος που βρίσκεται στα όρια της πόλης μισόγυμνος και αναμαλλιασμένος. Κρατούσε ένα πρωτόγονο και ερασιτεχνικά φτιαγμένο μαχαίρι που ήταν καλυμμένο με ένα σκούρο υγρό. Κοιτούσε σαν χαμένος και απειλούσε μέχρι και τους αστυνόμους που τον πλησίασαν. Τρόμαξαν να τον αφοπλίσουν και να τον συλλάβουν. Οι συνάδελφοι που τον παρέλαβαν τότε έγραψαν σαν γνωμάτευση σχιζοφρένεια με έντονο παραλήρημα, κάτι που διαπίστωσα από το πρώτο βράδυ. Όταν ειδικά είχε καθαρό ουρανό και μεγάλο φεγγάρι, ο Διονύσης αφήνιαζε. Ορμούσε στα κάγκελα με μανία θέλοντας να τα ξεριζώσει και να χιμήξει στο φεγγάρι.
«Αυτό φταίει!! Αυτό, όχι εγώ!! Όχι εγώ!!» έλεγε με κραυγές και μόνο δυο γεροδεμένοι νοσηλευτές μπορούσαν να τον περιορίσουν μέχρι ο γιατρός να του κάνει την ηρεμιστική ένεση.
Με αυτή τη συμπεριφορά και τις σχεδόν άτονες ημερήσιες περιπλανήσεις περνούσε η καθημερινότητα του Διονύση. Ζήτησα, μετά από ενδελεχή έλεγχο και τεκμηριωμένη μελέτη, να τον συναντήσω. Θεωρούσα ότι το πρόβλημα είχε βαθιές ρίζες, χαμένες στο υποσυνείδητο και με τον υπνωτισμό θα μπορούσα να τις ανασύρω. Πήρα μετά κόπων και βασάνων την έγκριση από το ιατρικό συμβούλιο και μια Παρασκευή, ανήμερα της γιορτής του, έγινε η συνεδρία.
«Τώρα Διονύση θα πάμε πίσω. Ένα βράδυ που τελείωσες από τη δουλειά. Ήταν τέλη Αυγούστου...»
«Δεν ήθελα να σχολάσω. Φοβόμουν να φύγω. Ντροπή μου!»
«Γιατί; Σε απειλούσε κανείς;»
«Όχι απειλές. Μια προειδοποίηση. Ήταν εκείνη η μοναχική και η παράξενη. Το Ξωτικό την έλεγαν όλοι στη σχολή γιατί είχε κάτι το αλλόκοτο η εμφάνιση της. Ήρθε στο γραφείο και με κοίταξε. Με τρόμαξε το βλέμμα της. 'Το φεγγάρι σε διάλεξε, θα γίνεις ο υπερασπιστής της σήμερα. Πρέπει να χαίρεσαι, πολλοί θα σκότωναν γι αυτό. Ακόμα κι εγώ.' Αυτό είπε και χάθηκε. Και εγώ έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Και τώρα νυχτώνει και δεν θέλω να φύγω. Όμως πρέπει, όλοι έφυγαν. Σε λίγο θα περάσει ο φύλακας».
«Τι έκανες;»
«Πήρα θάρρος και έφυγα. Είπα ότι είμαι άνθρωπος της λογικής, δεν θα με επηρεάσουν οι τρέλες μιας κοπέλας που μπορεί να τα έλεγε όλα αυτά υπό την επήρεια κάποιων ουσιών. Θα με κορόιδευαν όλοι στη σχολή μετά».
«Ωραία. Έφυγες, πού πήγες;»
«Βγήκα από τη σχολή και πήγα στο πάρκο. Να πάω στη στάση για το λεωφορείο. Το αμάξι ήταν ακόμα στο συνεργείο. Έλαμπε ωραία το φεγγάρι, τόσο ωραία που δεν μπορούσα να μην το κοιτάξω... όχι πάλι!»
«Τι έγινε;»
«Είναι εκεί, μέσα στο πάρκο. Μια γυναίκα. Έχει ένα χαμόγελο που με τρομάζει. Δεν θέλω να την πλησιάσω, αλλά κάτι με τραβάει προς τα εκεί. Λάμπει κάτω από το φεγγάρι... πολύ αλλόκοτο το φεγγάρι...»
Ξαφνικά άρχισε να ουρλιάζει και το βλέμμα του έγινε μια μάσκα τρόμου. Έμεινε παγωμένος και τρόμαξα να τον συνεφέρω.
Θα δοκιμάσω μια νύχτα με πανσέληνο, με τη χρήση του μενταγιόν. Είναι πολύ παράξενη περίπτωση που ξεπερνά την επιστήμη, αλλά δεν θα τα παρατήσω. Θα βρω τη λύση!