ΤΟ ΚΕΙΜΗΛΙΟ
Ο Κυριάκος εδώ και δέκα χρόνια είχε αναλάβει ένα από τα πιο σημαντικά πόστα στο τμήμα αλληλογραφίας της οργάνωσης «Ένα μικρό θαύμα». Ήταν υπεύθυνος για την παραλαβή και την ταξινόμηση των πάρα πολλών επιστολών που έφταναν καθημερινά στα γραφεία τους. Στο προσωπικό του γραφείο υπήρχαν τα ράφια της ταξινόμησης και το γραφείο που ήταν πάντα γεμάτο. Με κέφι ξεκινούσε κάθε πρωί τη δουλειά, σαν μια ιεροτελεστία, γιατί ήξερε ότι από την απόφαση του εξαρτιόταν η εκπλήρωση ή όχι μιας επιθυμίας.
Αφού έφτιαχνε τον καφέ του έπαιρνε το σάκο με τα γράμματα και τον άδειαζε πάνω στο γραφείο, έκανε στοίβες και μια μια τις έφερνε μπροστά του. Από το κλειδωμένο του συρτάρι έβγαζε ένα μικρό μαχαίρι, με ένα παλιό αλλά όμορφο θηκάρι, το οποίο ουδέποτε είχε ακονίσει. Το χρησιμοποιούσε για χαρτοκόπτη και με αυτό άνοιγε κάθε μια επιστολή. Του άρεσε αυτό το αντικείμενο. Έδινε ένα κύρος στην απλή αυτή πράξη, δεν κατέστρεφε τελείως το φάκελο και ήταν και ένα πολύ όμορφο αντικείμενο.
Με τη στομωμένη, αλλά όμορφη αυτή λεπίδα, ξεκίνησε να ανοίγει γράμματα εδώ και πέντε χρόνια. Από τη μέρα που την βρήκε στην αποθήκη του παππού του. Ο αείμνηστος Κυριάκος Βρόντος ήταν συλλέκτης και όταν λέμε συλλέκτης εκείνος το παράκανε. Ντουλάπες, συρτάρια, ράφια και κάθε πιθανό αποθηκευτικό μέρος του σπιτιού του χρησίμευε για την τοποθέτηση μιας εκ των συλλογών του. Από γραμματόσημα και επιστολόχαρτα μέχρι αναπτήρες και κουτιά από σπίρτα. Όλα αυτά με το θάνατο του μοιράστηκαν σε εγγόνια και ανίψια. Σε εκείνον έπεσε η αποθήκη και το περιεχόμενο της. Μέσα εκεί εκτός από κάποιες παράξενες και αμφιβόλου ποιότητας συλλογές υπήρχαν τα οικογενειακά κειμήλια. Ανάμεσα τους ήταν και ένα παλιό σεντούκι μέσα στο οποίο βρισκόταν ρούχα, αντικείμενα και χαρτιά που αφορούσαν τους προγόνους του. Εκεί είχε βρει και αυτό το μαχαίρι μαζί με κάποια χαρτιά, σημειώσεις και ένα μικρό κάδρο που αναπαριστούσε ένα γενειόφορο άνδρα με άγρια εμφάνιση και παράξενο ντύσιμο. Στη μέση του, σε μια δερμάτινη ζώνη βρισκόταν το συγκεκριμένο μαχαίρι.
Από περιέργεια έκατσε και έψαξε και όπως λένε όσο σκαλίζεις τα κάρβουνα άσπρος δε βγαίνεις.
Ο περί ου ο λόγος πρόγονος λεγόταν Γεράσιμος Βρόντος και σε αυτόν χρωστούσε το επώνυμο της η οικογένεια. Ήταν καπετάνιος σε μια σκούνα και γύριζε στις θάλασσες κάνοντας πλιάτσικα και λαθρεμπόριο. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος του Βασιλικού Ναυτικού και πάντα έριχνε με το κανόνι για να δηλώσει την παρουσία του. Χάρη σε εκείνες τις ομοβροντίες του έδωσαν το όνομα Βρόντος. Το συγκεκριμένο μαχαίρι, δώρο ενός κόμη σε αντάλλαγμα μιας καλής δουλειάς, είχε ξεπαστρέψει πολλούς καβγατζήδες στα λιμάνια και στα χέρια του Καπετάν Βρόντου ήταν όπλο φονικό. Γι'αυτό ποτέ δεν το αποχωριζόταν.
Όταν τα έμαθε αυτά, σκέφτηκε να το πουλήσει ή στη χειρότερη να το πετάξει. Όταν όμως πήγε την άλλη μέρα στην αγαπημένη του εργασία και μέσα στα αμέτρητα γράμματα βρήκε τον πόνο, την αγωνία και την κρυφή ελπίδα, του ήρθε μια ιδέα.
Από όπλο φονικό το κειμήλιο του Καπετάν Βρόντου έγινε εγχειρίδιο ελπίδας, δρόμος προς το όνειο και το δικό του όπλο που δεν έσπερνε τον τρόμο και το θάνατο αλλά έφερνε κοντά τους ανθρώπους στο όνειρα τους και οδηγούσε κάποιους στη χαρά.
Με κάθε θετική απάντηση που έβγαινε από την οργάνωση ήταν σαν να έσβηνε ένα ένα τα χρέη των ζωών που τόσο εύκολα και χωρίς τύψεις είχε στερήσει ο αιμοδιψής πρόγονος του. Και μπορεί στο μέλλον να το κρατούσε σε μια αντίστοιχη φωτογραφία με ένα μεγάλο χαμόγελο και περίσσιο καμάρι. Λίγο παράταιρο για το σήμερα, αλλά αφού ταίριαξε για εκείνον στους άλλους περισεύει.