ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΒΑΖΟ
Το παλιό βάζο στόλιζε το σαλόνι του για χρόνια. Ήταν το πιο παλιό αντικείμενο εκεί μέσα. Κληρονομιά από τον πατέρα του, μαζί με το όνομα και όσα κουβαλούσε αυτό, έστεκε πάντα στη πιο σκοτεινή γωνία του σαλονιού. Ποτέ, όσα χρόνια και αν είχαν περάσει, δεν άλλαξε τοποθεσία. Ακόμα και τις εποχές που γινόταν ανακαίνιση ή γενική καθαριότητα στο σπίτι, το συγκεκριμένο βάζο έμενε στην ίδια γωνία. Όσες φορές μέσα στην παιδική του αθωότητα και γεμάτος περιέργεια είχε ρωτήσει γιατί δεν το έπαιρναν από εκεί, η απάντηση ή πάντα η ίδια.
«Γιατί έπρεπε να μείνει εκεί.»
Τι πάει να πει έπρεπε; Και γιατί εκεί συγκεκριμένα και όχι κάπου αλλού;
Απορίες που ποτέ δεν λυνόταν, παρά έμεναν και έκαναν παρέα στο παλιό βάζο με τα μυστήρια σκαλίσματα.

Με τα χρόνια πολλά άλλαξαν στο σπίτι του Στέφαν. Οι γονείς του πέθαναν, εκείνος παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, χώρισε χάνοντας το χαμόγελο του και στο τέλος αποσύρθηκε και κλείστηκε στο μεγάλο σπίτι. Μόνη του συντροφιά ο μπάτλερ, η μαγείρισσα και ο οδηγός με τους οποίους αντάλλασσε κάποιες κουβέντες. Περνούσε τις περισσότερες ώρες του στο σαλόνι προσπαθώντας να βάλει στο χαρτί λέξεις για να διώξει του δαίμονες που τον έτρωγαν. Κάθε φορά όμως τα χαρτιά κατέληγαν σε μια άμορφη μάζα στο τζάκι ή στο πάτωμα.
Μια από εκείνες τις ημέρες της απελπισίας το μάτι του έπεσε στο βάζο και έξαφνα οι αναμνήσεις και παιδική περιέργεια βγήκαν στην επιφάνεια. Σηκώθηκε και βάζοντας όση δύναμη του είχε απομείνει έσυρε το βαρύ για το μέγεθος του βάζο προς το κέντρο του δωματίου. Μόλις όμως οι ακτίνες του ήλιου χάιδεψαν την επιφάνεια του δεκάδες μάτια, μικρά και μεγάλα, άνοιξαν διάπλατα. Μάτια γουρλωμένα που κοιτούσαν παντού, ακόμα και τον ίδιο.
Στην αρχή έμεινε ακίνητος. Σκέφτηκε πως ήταν της φαντασίας του. έτριψε τα μάτια του και ξανακοίταξε. Όχι, ήταν εκεί. Ένα βάζο γεμάτο μάτια που τον κοιτούσαν.
Πισωπάτησε και το στόμα του άνοιξε θέλοντας να ουρλιάξει, αλλά φωνή δεν έβγαινε. Τώρα όλα σχεδόν τα μάτια ήταν στραμμένα επάνω του.
-Τι... τι είναι αυτό; Μπόρεσε να ψελλίσει.
«τι είναι εδώ; Που είμαι;» μια ψιθυριστή φωνή ακούστηκε στο δωμάτιο.
Ήταν η σειρά του Στέφαν να γουρλώσει τα δικά του μάτια. Δεν πίστευε στα αυτιά του.
«Μήπως είσαι κουφός; Ή δεν με καταλαβαίνεις;» ακούστηκε ξανά η φωνή.
-Ποιος είσαι; Πού είσαι;
«Μπροστά σου, ανόητε. Δεν θα ξαναρωτήσω. Περιμένω μια απάντηση.»
Τώρα το βλέμμα των ματιών έγινε σκληρό καθώς κοιτούσαν τον Στέφαν.
-Είσαι το βάζο; Πως μιλάς;
«Δεν είμαι το βάζο! Είμαι μέσα στο βάζο. Και αν δεν απαντήσεις άμεσα, σύντομα θα είσαι κι εσύ εδώ μέσα! Πόσο καιρό είμαι στο σκοτάδι;»
-Αυτό το βάζο είναι εδώ για πάρα πολλά χρόνια. Δεν ξέρω πόσα είσαι εδώ αλλά η οικογένεια μου σε έχει πολλά χρόνια.
«Χα! Με έχει λες και είμαι αντικείμενο. Εγώ δεν έχω ιδιοκτήτη! Δεν έχω αφέντη. Και μόλις βγω όλα θα φτιάξουν. Απλά κάνε τη σωστή κίνηση.»
-Και ποια είναι αυτή;
-Βάλε πίσω αυτό το βάζο τώρα! Ακούστηκε η αγωνιώδης φωνή του μπάτλερ από την πόρτα. Σαν σίφουνας όρμηξε και άρπαξε το βάζο. Το έσπρωξε με κόπο ενώ ο Στέφαν έστεκε παγωμένος. Το αγριεμένο βλέμμα εστίασε στον μπάτλερ και μια μωβ λάμψη κύκλωσε αντικείμενο και άνθρωπο. Το έντονο φως έκανε τον Στέφαν να λιποθυμήσει.
Όταν άνοιξε τα μάτια του παντού υπήρχε σκοτάδι.
-Πού είμαι;
«Μαζί μου... έχουμε πολύ καιρό μπροστά μας για να σου εξηγήσω» ακούστηκε μια φωνή στο σκοτάδι. «καλώς ήρθες στο βάζο που τα βλέπει όλα».
Κανείς όσο και αν έψαξε δεν μπόρεσε να βρει τον Στέφαν Γκριν και τον έμπιστο μπάτλερ του. το σπίτι ερήμωσε και έμεινε έτσι μέχρι σήμερα.