ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ
Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα μια περίοδος χαράς. Από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, όλοι οι κάτοικοι της μικρής αυτής πόλης περιμένουν με ανυπομονησία το Δεκέμβρη. Γιατί τα Χριστούγεννα αυτή η πόλη αλλάζει. Μπορεί όλο το υπόλοιπο χρόνο να ήταν απλά μια από τις πόλεις στο βουνό, αλλά μόλις έφτανε ο Δεκέμβρης γινόταν το κέντρο όλης της χώρας και αυτό χάρη στη Λευκή Γιορτινή Αγορά. Η κεντρική πλατεία γέμιζε από αμέτρητα ξύλινα σπιτάκια και το αειθαλές έλατο γέμιζε από χιλιάδες πολύχρωμα λαμπιόνια. Στα μικρά αυτά σπιτάκια άνοιγαν τα μαγαζιά τους πολλοί από τους επαγγελματίες και άλλοι τόσοι ερασιτέχνες με τη χαρά της δημιουργίας και της προσφοράς. Όλα τα προϊόντα που θα έβρισκε κανείς στη Λευκή Γιορτινή Αγορά ήταν φτιαγμένα με μεράκι, αγάπη και φαντασία και οι τιμές τους ήταν οι πιο φθηνές που υπήρχαν στο Βόρειο Ημισφαίριο. Γι'αυτό και άνθρωποι από πολλά μέρη αυτής της χώρας αλλά και του εξωτερικού επισκεπτόταν την πόλη αυτή στις γιορτές.
Το χιόνι, που ξεκινούσε αρχές Δεκέμβρη και κρατούσε ακόμα και μέχρι τον Απρίλη, κάλυπτε τα πάντα και έκανε το τοπίο μαγευτικό. Από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ ο κόσμος δεν σταματούσε να τριγυρίζει στα δρομάκια της Αγοράς, να ψωνίζει δώρα και γλυκά, τα πιτσιρίκια απολάμβαναν παιχνίδια και φυσικά η μεγάλη ατραξιόν ήταν το Σπίτι με τα Παραμύθια. Κάθε απόγευμα ερχόταν ο Παραμυθάς, ένας από τους γηραιότερους κατοίκους της περιοχής και έλεγε ένα νέο παραμύθι σε μικρούς και μεγάλους. Ποτέ ένα παραμύθι δεν λεγόταν δεύτερη φορά την ίδια χρονιά. Οι γνώσεις του ήταν πολλές και η μνήμη του εξαιρετική, κάτι που θαύμαζαν όλοι στην πόλη.
Το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων γινόταν χαμός. Έξω από το Σπίτι με τα Παραμύθια δεν υπήρχε χώρος να σταθείς, παρά το τσουχτερό κρύο. Μια πολυθρόνα είχε στηθεί και κρατιόταν καθαρή ενώ δίπλα έκαιγε μια μικρή σόμπα με εκείνες τις στριφτές καμινάδες που κατέληγαν στα τριγωνικά τους καπελάκια.
Με σταθερό βήμα και κάτω από δεκάδες χειροκροτήματα ο γέρο Παραμυθάς πήρε τη θέση του, στερέωσε το μικρόφωνο και έβηξε για να δώσει το σήμα πως θα ξεκινούσε.
«Σήμερα είναι μια ιδιαίτερη μέρα και της ταιριάζει μια ιδιαίτερη ιστορία. Θα παρακαλέσω να την ακούσετε με προσοχή.»
Όλοι έμειναν να τον κοιτάνε.
«Μια φορά και ένα καιρό ήταν τρία αδέλφια. Ο Λούκ, ο Γιάν και ο Αντρέ. Ήταν παιδιά του καλύτερου κατασκευαστή παιχνιδιών της χώρας. Αλλά ενώ αυτά χαιρόταν από τα πράγματα που έφτιαχνε ο πατέρας τους, υπήρχαν παιδιά που δεν μπορούσαν . Γιατί βλέπετε ο παιχνιδάς ήταν και μεγάλος έμπορος και σκεφτόταν μόνο το κέρδος.
'Ένα ταλέντο μου έδωσε ο Θεός. Να μην το εκμεταλλευτώ;' Έλεγε κάθε φορά που η γυναίκα του παραπονιόταν για το πόσο ακριβά χρέωνε τα παιχνίδια του.
Τόσο εκείνη όσο και τα τρία αδέλφια είχαν δει πολλές φορές τα πρόσωπα των άλλων παιδιών κολλημένα στο τζάμι του μαγαζιού τους να κοιτάνε με λατρεία τα όμορφα παιχνίδια αλλά σχεδόν πάντα να φεύγουν με σκυμμένα τα κεφάλια τους. Οι καρδιές τους δεν άντεχαν αυτό που έβλεπαν και μια μέρα πήγαν και μίλησαν στον πατέρα τους. Όσο όμως και αν παρακάλεσαν, δεν μπόρεσαν να του αλλάξουν το μυαλό.
Τότε ένα βράδυ, όταν οι γονείς τους πήγαν για ύπνο, κάθισαν και αφού συζήτησαν σοβαρά πήραν μια εξίσου σοβαρή απόφαση. Δεν θα συνέχιζε κανείς τους την οικογενειακή παράδοση, όσο ο πατέρας τους συνέχιζε να έχει αυτά τα μυαλά. Αυτό ανακοίνωσαν με περήφανο ύφος στο τραπέζι την επόμενη μέρα κάνοντας τον Παιχνιδά να χάσει το χρώμα του. Είχε τρεις γιούς και έλπιζε να πάρει ένας τουλάχιστον από αυτούς τη θέση του και να κρατήσει το μαγαζί. Αλλά αυτό πήγαινε περίπατο μετά από τα λόγια των παιδιών του. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τον εγωισμό του πίσω, ήταν πολύ ξεροκέφαλος.
Σκέφτηκε τότε κάτι άλλο. Θα έδινε στους γιούς του το μαγαζί για κάποιες μέρες και ότι έφτιαχναν αυτοί θα μπορούσαν να το πουλήσουν σε ότι τιμή ήθελαν.
Η ιδέα τους άρεσε πολύ και ρίχτηκαν με κέφι στη δουλειά για να φτιάξουν όσο περισσότερα παιχνίδια μπορούσαν. Ήθελαν να κάνουν όλα εκείνα τα παιδιά ευτυχισμένα δίνοντας τους ένα παιχνίδι.
Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και όταν έγιναν άνδρες θέλησαν εκείνη την ιδέα του να την περάσουν και σε άλλους. Έτσι χάρη σε αυτούς είμαστε σήμερα εδώ.»
Για λίγο όλοι έμειναν σιωπηλοί. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος έλεγε αυτή την ιστορία. Οι απόγονοι των ηρώων την είχαν σχεδόν ξεχάσει. Ήταν όμως καιρός να θυμηθούν οι παλιοί και να μάθουν οι νέοι πως από ένα όνειρο η πόλη τους έγινε παραμύθι.