ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΡΟΝ
Η παράξενη μέρα του Έκτορα ξεκίνησε με μια καταιγίδα. Αν και βγήκε προετοιμασμένος ακούγοντας τις προειδοποιήσεις της Π.Μ.Υ. ( Παγκόσμιας Μετεωρολογικής Υπηρεσίας) δεν περίμενε κάτι τέτοιο.
Μετά την τελευταία μετατόπιση του άξονα της Γης, τα καιρικά φαινόμενα όσο πήγαιναν και αγρίευαν. Έπρεπε όμως να πάει στη δουλειά του, το σημερινό συμβούλιο ήταν πολύ σημαντικό και θα κρινόταν η θέση του στο Νέο Δορυφορικό Σταθμό.
Χρησιμοποίησε όσο το δυνατόν λιγότερη ηλεκτρομαγνητική ενέργεια και κατ' ανάγκη άνοιξε τον κινητήρα αερίου που είχε απλά για μια ώρα ανάγκης. Αλλά αποδείχτηκε λάθος επιλογή καθώς η ταχύτητα ήταν περιορισμένη και ο χρόνος κυλούσε εναντίον του. Φτάνοντας λοιπόν στην αρχή της παλιάς στοάς κάτω από το εγκαταλελειμμένο υποσταθμό της Ε.Ε.Η. ( Ευρωπαϊκή Εταιρία Ηλεκτροδότησης) άνοιξε τον ηλεκτροκινητήρα και πάτησε το γκάζι.
Η λάμψη του κεραυνού ήταν το τελευταίο που είδε πριν θαμπώσουν όλα και χάσει τον προσανατολισμό του. Το επόμενο που είδε όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν μια παλιά ξύλινη κολώνα πάνω στην οποία είχε πέσει το αμάξι του, ευτυχώς χωρίς να πάθει ζημιά. Δεν του κολλούσε όμως, δεν θυμόταν να υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια τέτοια κολώνα εδώ. Το επόμενο που τον ξάφνιασε ήταν η λιακάδα που είχε σχεδόν ξεχάσει πως έμοιαζε μετά το σύννεφο του 2040. Και γενικά το τοπίο ήταν γνωστό και άγνωστο ταυτόχρονα. Το μυαλό του πήρε αμέσως στροφές και το χειρότερο σενάριο έκανε την εμφάνιση του. Σήκωσε το κεφάλι και όταν είδε το εργοστάσιο σε λειτουργία βεβαιώθηκε.
«Να που έγινα κι εγώ ταξιδιώτης με το δικό μου Ντελόριαν. Και τώρα τι κάνουμε;»
Στο μυαλό του ήρθαν αναμνήσεις και μια νοσταλγία τον πλημμύρισε. Πίσω από το λόφο ήταν η γειτονιά που μεγάλωσε. Πώς να ήταν τώρα; Ξέροντας ότι αυτό που έκανε ήταν παρακινδυνευμένο δεν μπορούσε να αντισταθεί. Έβαλε μπρος και σε λίγο κατέβαινε τον παλιό ασφαλτωμένο δρόμο. Τα σπίτια ήταν όπως τα θυμόταν μικρός, σε ένα δρόμο είδε στημένους πάγκους από τότε που είχαν ακόμα τις λαϊκές αγορές και ο κόσμος ψώνιζε. Πάρκαρε στην ανοιχτωσιά πίσω από την Εκκλησία και αποφάσισε να μπλεχτεί μέσα στον κόσμο. Του είχε λείψει ο συνωστισμός, η τόσο κοντινή επαφή. Αυτά πλέον αποτελούσαν παρελθόν για την εποχή του. επαφές μόνο με τους συγγενείς, μια χούφτα ( στην κυριολεξία) φίλους και το άτομο που επιλέγεις να συμβιώσεις.
Γέμισε χρώματα, μυρωδιές και σαν χαμένα από καιρό τον πλημμύρισαν συναισθήματα. Τόσο αφέθηκε που έπεσε πάνω σε δυο πιτσιρίκια που κουβαλούσαν ένα βαρύ καρότσι.
Απολογήθηκε και προσφέρθηκε να βοηθήσει να μαζέψουν όσα σκόρπησαν στο δρόμο κάνοντας τους περαστικούς να αγανακτήσουν. Μόνο όταν το βλέμμα του συνάντησε εκείνο του αγοριού με το πεταχτό μαύρο μαλλί και τα μελιά μάτια κοκάλωσε. Έμεινε εκεί γονατιστός σαν άγαλμα.
«Κύριε είστε καλά; Πάθατε κάτι;»
«Έμφραγμα ή εγκεφαλικό θα είναι Έκτωρα! Έτσι έπαθε και ο κύριος Μάκης της περιπτερούς!»
«Κουνήσου από τη θέση σου, γρουσούζη. Κύριε είστε καλά;»
Μόνο τότε μπόρεσε να βρει το κουράγιο να τραυλίσει ένα ναι και να σηκωθεί με τα χίλια ζόρια.
«Θέλετε κανένα νερό; Ή να καθίσετε κάπου;»
«Όχι παιδιά, σας ευχαριστώ. Από την κούραση είναι.»
Πάντα έλεγε ψέματα όσο ήταν μικρός. Αλλά ότι θα έλεγε ψέματα στον εαυτό του δεν το περίμενε ποτέ. Και είχε τον ίδιο γλυκό τόνο στη φωνή όπως τότε, που κατάφερε να πείσει και τον ίδιο του τον εαυτό.
Χαιρέτησε τα παιδιά και τους ευχήθηκε καλή συνέχεια. Έμεινε εκεί για ώρα με το βλέμμα να τους παρακολουθεί. Και τότε θυμήθηκε τη μέρα στην οποία είχε βρεθεί.
Ήταν τότε που σαν πιτσιρικάς είχε γνωρίσει το μόνο κορίτσι που θα έμενε για πάντα στη ζωή του, την κόρη του Θωμά του ψαρά. Και από τότε τα πάντα στη ζωή του θα ερχόταν τα πάνω κάτω. Νέα συναισθήματα πρωτόγνωρα και έντονα θα έμπαιναν στην καρδιά του και θα τον τρέλαιναν. Θέλησε να κάνει κάτι να τον εμποδίσει, αλλά τα πόδια του λες και είχαν καρφωθεί στη γη.
«Άσε το χρόνο στην ησυχία του. Άλλωστε αυτή είναι η ζωή σου!» ήταν μια φωνή μέσα του.
«Σωστά!» απάντησε μιλώντας μόνος του
Και έπρεπε να δει τι θα κάνει και αν και πως θα μπορούσε να γυρίσει στη δική του συνέχεια. Ήθελε όμως;