ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

2021-01-04

Ο Αμίρ μεγάλωσε με τις ιστορίες του παππού του. Ενός ξερακιανού γεράκου που έστηνε τον ξύλινο πάγκο του στην άκρη της αγοράς της Βαγδάτης και πουλούσε την πραμάτεια του. Μικροπράγματα που αγόραζε ή ψάρευε στο ποτάμι. Κάθε τι που πουλούσε όμως το συνόδευε και με μια ιστορία, τόσο πειστική που ο πιθανός πελάτης καθόταν και τον άκουγε μαγεμένος και φυσικά στο τέλος αγόραζε.

Κάθε βράδυ όταν γύριζε στο σπίτι ο παππούς, αφού τρώγανε όλοι μαζί καθόταν στη γωνίτσα του και ο Αμίρ έτρεχε να καθίσει δίπλα του.

-Τι θα μου πεις σήμερα παππού; Ρωτούσε με λαχτάρα.

-Σήμερα είμαι κουρασμένος μικρέ, δεν έχω όρεξη.

-Μα όχι! Κάθε φορά μου λες. Σήμερα γιατί κουράστηκες τόσο;

-Ήρθε ο Αράφ, ο γιος του Τζαφάρ του εμπόρου και ήθελε να του πουλήσω κάτι δικό μου. Ήθελε να μου δώσει πολλούς παράδες για να πάρει τούτο εδώ.

Είπε και εμφάνισε το φθαρμένο και πολυκαιρισμένο βιβλίο με τα παραμύθια.

-Αλλά εγώ του είπα πως και όλο το θησαυρό του Αλή Μπαμπά να ου δώσει δεν το πουλάω.

-Είχε πολλά φλουριά ο Αλή Μπαμπά, παππού; Ρωτούσε με γουρλωμένα τα μάτια του.

-Στην αρχή όχι, αλλά ήταν καλό και ξύπνιο παλικάρι και τα απόκτησε.

Και χωρίς πολλά πολλά ξεκινούσε την αφήγηση του παραμυθιού. Και έλεγε και έλεγε και ο Αμίρ ταξίδευε στους κόσμους εκείνους , με τους ληστές και τις πριγκιποπούλες, τα τζίνι που έδιναν ευχές και του κακούς μάγους μέχρι που τα βλέφαρα βάραιναν και ένας γλυκός ύπνος τον έπαιρνε.

Ένας τέτοιος ύπνος πήρε ένα βράδυ και τον παππού και δεν ξύπνησε ποτέ. Ο Αμίρ ήταν μακριά γιατί είχε γίνει τρανός μηχανικός και τον ζητούσαν από παντού. Έχτιζε μεγάλα κτήρια και όλα είχαν παράξενε δομές γεμάτες φαντασία που έκαναν τους πελάτες να τον λατρεύουν. Εκεί στα ξένα έμαθε το άσχημο νέο και έκλαψε σαν μικρό παιδί. Με το πρώτο αεροπλάνο γύρισε πίσω και ήταν εκεί για να τον αποχαιρετήσει.

Με το παλιό κλειδί μπήκε στο μικρό και σχεδόν άδειο σπίτι του παππού. Μόνο λίγα έπιπλα ήταν η περιουσία που είχε κληρονομήσει και μαζί και το παλιό βιβλίο που τον περίμενε λες πάνω στο τραπέζι της γωνιάς.

Το πήρε αγκαλιά και ο ύπνος τον πήρε εκείνο το βράδυ με τα δάκρυα να κυλάνε πάνω στο φθαρμένο του εξώφυλλο. Στον ύπνο του είδε πως μέσα από τις σελίδες έβγαινε καπνός και μια χαμογελαστή μορφή, σαν αερικό, που έμοιαζε με τον παππού τον προσκυνούσε.

«Είμαι το Τζίνι του βιβλίου. Η επιθυμίες σου διαταγή, εφέντη!»

«Θες τα πλούτη του Αλή Μπαμπά, χαρέμια να σου κάνουν συντροφιά; Ένα μαγικό χαλί να σε πάει όπου εσύ ποθείς; Πες μου τι επιθυμείς;»

-Θέλω να μην σε χάσω ποτέ! Να μην φύγεις από κοντά μου! Έχω να μάθω πολλά από εσένα!

«Όσο το βιβλίο μου κρατάς, δίπλα σου θα με έχεις μονομιάς! Αλλά μην είσαι χαζός! Ζήτα κάτι σοβαρό. Λίγοι είναι οι τυχεροί που με γνωρίζουν.»

-Θέλω να μην είσαι όνειρο! Να μην χαθείς στο πρωινό σαν τα στοιχειά της νύχτας. Ξέρω πως είσαι πονηρό και θα με γελούσες! Ο παππούς με προειδοποίησε για σένα. Αν είσαι αληθινό θέλω να ξυπνήσω και να σε δω!

«Η επιθυμία σου διαταγή!» είπε και έγινε άνεμος κρύος που τον πάγωσε.

Ξύπνησε από σύγκρυο. Έτρεμε λες και είχε πυρετό. Στα χέρια του έσφιγγε το βιβλίο, μόνο που δεν ήταν πια φθαρμένο. Ήταν σαν καινούργιο. Και απέναντί του, το χαμογελαστό πρόσωπο τον κοιτούσε.

«Έξυπνος σαν τον γέρο είσαι θνητέ.. καλά θα περάσουμε τα δυο μας...»

Η Μαγεία της γραφής
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε