Το Σταυροδρόμι
Σε ένα τόπο που κανείς δεν θυμάται, μια ηλιόλουστη μέρα ένας γέρος περπατούσε σκεπτικός. Στήριζε το λιγοστό βάρος του σε ένα παλιό ξύλινο μπαστούνι ενώ τα φτωχά, φθαρμένα του ρούχα σέρνονταν στο δρόμο.
- Quo vadis; Άκουσε στα αυτιά του μια ευγενική φωνή.
Σήκωσε τα μάτια και διαπίστωσε πως ο δρόμος του τον οδήγησε σε ένα από τα πάμπολλα σταυροδρόμια της περιοχής. Η φωνή προερχόταν από ένα μεσήλικα καλοβαλμένο, που του έκλεινε με το κορμί του το πέρασμα. Ο πλούτος ήταν έκδηλος και τα δαχτυλίδια άστραφταν στα τροφαντά δάχτυλα του. Τον κοιτούσε με δυο μάτια που ενώ στην αρχή έμοιαζαν καστανά άξαφνα πήραν το χρώμα του μετάλλου που μόλις βγήκε από το καμίνι και περιμένει να σφυρηλατηθεί. Αυτό το βλέμμα τον έκανε να πισωπατήσει.
-Ω! Μαύρη μέρα η σημερινή! είπε αναστενάζοντας.
Ο μεσήλικας σήκωσε το βλέμμα, κοίταξε τον καταγάλανο ουρανό με τα λιγοστά χιονένια σύννεφα και μετά τον γέρο.
-Πρέπει να κοιτάξεις τα μάτια σου, αδελφέ μου.
-Μην με αποκαλείς έτσι! Έπαψα να είμαι αδελφός σου εδώ και πολλά χρόνια.
-Λεπτομέρειες. Προερχόμαστε από την ίδια Πηγή, λουστήκαμε με το ίδιο Φως.
-Φως από το οποίο εσύ απέστρεψες το πρόσωπό σου και τώρα ζεις στο σκοτάδι.
-Και μπορώ να πω ότι το απολαμβάνω. Δεν βλέπεις τα χάλια σου, έτοιμος να καταρρεύσεις είσαι, μου θες και κήρυγμα. Ζήτησε από το Αφεντικό σου να σου αλλάξει γκαρνταρόμπα, μπας και σε σεβαστεί κανείς, γιατί έτσι ούτε τα ζώα δεν θέλουν να σου κάνουν παρέα.
-Βλάσφημε! Καταραμένη η στιγμή που βρέθηκες μπροστά μου!
Με ταχύτητα που θα ζήλευε έφηβος ολυμπιονίκης ο γέρος όρμησε με το μπαστούνι, που μέσα σε μια λάμψη φωτός έγινε ξίφος λαμπρό και κοφτερό, ενάντια στο μεσήλικα που έστεκε ακλόνητος. Αλλά πριν το σπαθί προλάβει να τον ακουμπήσει η μαύρη κάπα που τον σκέπαζε σηκώθηκε και παίρνοντας τη μορφή ενός μεγάλου μαύρου φτερού νυχτερίδας μπήκε μπροστά στον κύριο της για να τον προστατέψει. Η σύγκρουση των δύο προκάλεσε μια εκτυφλωτική λάμψη.

Σε μια εποχή που ο χρόνος ήταν νέος οι δυο αυτοί άνδρες, νέοι και οι δυο, βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο μιας μάχης. Κάνεις δεν είχε πολεμήσει μέχρι τότε και τα συναισθήματα πρωτόγνωρα. Αλλά ο σκοπός ήταν ιερός και από τις δυο μεριές και τα πρώην αδέλφια έγιναν αντίπαλοι. Σε μια στιγμή βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο και η μάχη άναψε. Τα σπαθιά άστραφταν βγάζοντας σπίθες σε κάθε χτύπημα. Χωρίς κανείς τους να το γνωρίζει η μάχη είχε κριθεί από την αρχή και ήταν το φως που σήμανε το τέλος.
Όπως έγινε και τώρα. Το δυνατό φως τύφλωσε και τους δυο τους, η γη σείστηκε και μια φωνή όμοια με βροντή αντήχησε στο χώρο. Κανείς εκτός από τους δυο τους δεν την άκουσε. Ήταν αρκετό όμως για να τους κάνει να συμμορφωθούν.
-Την επόμενη φορά δεν θα είσαι τόσο τυχερός, Ασμαήλ.
-Δεν ήταν τύχη, Αβραήλ και το ξέρεις.
-Πλέον λέγομαι Αμπράξας! Να το θυμάσαι όταν θα με ξαναβρείς μπροστά σου.
Κοιταχτήκαν σιωπηλοί για ώρα. Ο άνεμος πήρε τις μορφές τους μακριά. Κανείς δεν έμαθε για εκείνη τη συνάντηση και κανείς δεν κατάλαβε γιατί εμφανίστηκε εκείνο το περίεργο λουλούδι στο συγκεκριμένο σταυροδρόμι.