
ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Πρώτη Δευτέρα του έτους. Τελικά είναι πρώτη ή δεύτερη; Ανάθεμα το μυαλό μου. Τέλος πάντων αυτό είναι το ξεκίνημα μια νέας ζωής ή έτσι θέλω να πιστεύω. Από καιρό ετοίμαζα τα πάντα, έκλεινα παλιούς λογαριασμούς και τακτοποιούσα εκκρεμότητες. Δεν μπορείς να κάνεις καινούργια αρχή και κάτι να σε τραβάει πίσω.
Και δόξα το Θεό, ας τον δοξάζουμε πότε πότε γιατί και αυτός ο καψερός κάτι τέτοια περιμένει, είχα πολλά να τακτοποιήσω. Διατροφές να πληρώσω, διαστροφές να πολεμήσω, ένα παλιό χρέος να ξοφλήσω και το παλιόσπιτο μου να πουλήσω. Το τελευταίο με παίδεψε πολύ το άτιμο. Ένα σπιτάκι τόσο δα στριμωγμένο ανάμεσα σε δυο μεγαθήρια και κανείς να μην το θέλει. Αγανάκτησα αλλά τα κατάφερα. Την Παρασκευή υπογράψαμε τα συμβόλαια, πήρα την επιταγή και την κατέθεσα στην τράπεζα.
Χωρίς που την κεφαλή κλίνη πια άφησα την βαλιτσούλα μου στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκα. Έκανα λάθος και το διαπίστωσα το ίδιο κι όλας βράδυ, όταν στο διπλανό δωμάτιο μια παρέα έκανε μπάτσελορ πάρτι με δυο κουνελάκια από την πρώην σοβιετική ένωση. Άφησα τα παιδιά να το χαρούν, τα έζησα και ξέρω, έβαλα ποτό και κάθισα στο μπαλκόνι. Την επόμενη με μαύρους κύκλους και βήμα νεκροζώντανου σεργιάνισα στην εορταστική πόλη. Έκλεισα τραπέζι σε κυριλέ μαγαζί, να αλλάξω τη χρονιά με τις φίρμες της πόλης. Τόσα χρόνια τους υπηρετούσα, καιρός να διασκεδάσουν και μένα. Αγόρασα κουστούμι, έδωσα τα παλιά μου ρούχα σε ένα ζητιάνο στο δρόμο που με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, πήρα και εκείνο το ρολόι που είχα απωθημένο και απόλαυσα την τελευταία μέρα της παλιάς μου ζωής να φεύγει μαζί με τον παλιό το χρόνο.
Όλα κύλησαν όμορφα, τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα. Πήρα μαζί μου το φάκελο, που από την ώρα που ήρθε όλα άλλαξαν και πλέον η ζωή μου μέχρι τώρα έχασε κάθε νόημα. Μέσα είχε αναλυτικές οδηγίες και γαργαλιστικές λεπτομέρειες για την διαδικασία της αλλαγής. Τα ακολούθησα όλα κατά γράμμα και τώρα ακούγοντας την αοιδό να αποθεώνεται από το κοινό της φαντάστηκα τον εαυτό μου να δοξάζεται όπως του πρέπει. Φτάνει πια ο σκλάβος, το παιδί για τα θελήματα. Δεν θα έσκυβα το κεφάλι σε κανένα, καιρός να το κάνουν οι άλλοι. Στη νέα μου ζωή θα είχα ότι στερήθηκα.
Τα φώτα έσβησαν, η αντίστροφή μέτρηση ξεκίνησε...
Πέντε, τέσσερα, τρία, δυο, ένα... και κανένα φως δεν άναψε. Ούτε ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος, ούτε φωνές, ούτε γέλια. Σκοτάδι και ησυχία. Μια ησυχία που έσπασε ο μονότονος ήχος του ρολογιού, ενός μεγάλου επιβλητικού ρολογιού που στεκόταν στο κέντρο της πίστας σαν να ήταν εκεί η φυσική του θέση.
«Όλα αρχίζουν εκεί που όλα τελειώνουν... και όλα τελειώνουν όταν κάτι καινούργιο αρχίζει.»
Ένας άνδρας στεκόταν δίπλα στο ρολόι. Αν δεν ήξερα ότι είχε πεθάνει θα έλεγα πως ήταν ο θείος μου ο Λυκούργος, ένας παράξενος άνδρας που έζησε για χρόνια στην Αίγυπτο. Ήταν στρατιωτικός ακόλουθος και γύρισε πίσω όταν έδιωξαν τους Έλληνες από εκεί. Έκτοτε έλεγε διάφορα παράξενα και είχε απομονωθεί στο σπίτι του.
«Τώρα που ο νέος χρόνος μετράει, ώρα να δούμε τι θα αποφασίσει το Ντουάτ, οδοιπόρε.»
-Το πιο; Πρόλαβα να ρωτήσω πριν ο θείος βγάλει ράμφος πουλιού και άλλες δυο φιγούρες σταθούν δίπλα του. Ο ένας, λιπόσαρκος σαν πεθαμένος, κρατούσε μια ζυγαριά που στη μια πλευρά είχε ένα φτερό.

-Τι θα ζυγίσουμε;
«Την αξία σου για το επόμενο ταξίδι» είπε ο θείος-πτηνό.
Ο τρίτος, που όταν με πλησίασε είχε φάτσα σαν σκύλος, γράπωσε το στήθος μου και μου ξερίζωσε την καρδιά. Την έβλεπα να χτυπάει καθώς την έβαζε στη ζυγαριά και εκείνη άρχισε να ταλαντεύεται.
Ήταν η πρώτη Δευτέρα του χρόνου. Δεν με ένοιαζε αν ήταν πρώτη ή δεύτερη τελικά. Ένας σκυλομούρης ζύγιζε την καρδιά μου σαν τα βλίτα στην λαϊκή και ο θείος-πτηνό με κοιτούσε παράξενα. Και το ρολόι χτυπούσε υπνωτιστικά... τικ...τακ... τικ...τακ...